Διάγραμμα Ιστορίας της Λογοτεχνίας (Ευρωπαϊκής και Ελληνικής)

από την Αναγέννηση έως και τον 20ο αιώνα

 

Διάγραμμα ιστορίας της λογοτεχνίας από την Αναγέννηση ως τον 20ο αιώνα

 

Αναγέννηση(14ος-15ος αι.)

 

  • Αναθέρμανση του ενδιαφέροντος για την κλασική αρχαιότητα.

 

  • Η τέχνη ξαναγίνεται ανθρωποκεντρική από αυστηρά θεοκρατική κατά το Μεσαίωνα.

 

  • Αναγεννιούνται είδη που είχαν περιθωριοποιηθεί ή πλήρως εξαφανιστεί λόγω της παρακμής του πολιτισμού και της καταδίκης τους από την Εκκλησία      π.χ. το έμμετρο δράμα. Απήχηση αυτής της τάσης στον ελληνικό χώρο αποτελούν τά έμμετρα δράματα της Κρητικής Αναγέννησης (16ος-17ος αι.) π.χ. η ΄΄Ερωφίλη’’ του Γ. Χορτάτζη.

 

 

  • Δημιουργούνται νέα είδη που εκφράζουν το γενικότερο ανθρωπιστικό πνεύμα της εποχής όπως η νουβέλα, πεζή αφήγηση μέσου μήκους με αυστηρά ανθρωποκεντρικά θέματα π.χ. το ΄΄Δεκαήμερο’’ του Βοκάκιου (Ιταλού).

 

 

 

Μανιερισμός (16ος αι.)

 

  • Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία επανεδραιώνει την κυριαρχία της στην τέχνη με τη σύνοδο του Tridento (μέσα 16ου αι.) , τονώνοντας εκ νέου το θρησκευτικό προσανατολισμό της , όμως με ακόμη μεγαλύτερη της Αναγεννήσεως τάση εκκοσμίκευσης της θρησκευτικής θεματολογίας. Έτσι προκύπτει ένα παράδοξο όσο και γοητευτικό κράμα υπερκόσμιου ιδεαλισμού και χειροπιαστής πραγματικότητας.

 

  • Επανεμφανίζονται οι ιπποτικές μυθιστορίες λόγω της θετικής επαναξιολόγησης του Μεσαίωνα (απήχηση αυτής της τάσης στον ελληνικό χώρο αποτελεί ο ΄΄Ερωτόκριτος’’ του Β. Κορνάρου στο πλαίσιο της Κρητικής Αναγέννησης, 16ος-17ος αι.). Αυτή η επανεμφάνιση οδηγεί τελικά στην παρωδία του είδους, όπως συμβαίνει με τον ΄΄Δον Κιχώτη’’ του Μ. Θερβάντες (Ισπανού).

 

  • Το μυθιστόρημα χάρη στον Θερβάντες κάνει την πανηγυρική του εμφάνιση στην ιστορία της λογοτεχνίας. Ο ΄΄Δον Κιχώτης’’ του είναι το πρώτο μεγάλου μήκους πεζό αφηγηματικό έργο που μπορεί να χαρακτηριστεί ως μοντέρνο μυθιστόρημα.

 

  • Ελισαβετιανή εποχή στη Μ. Βρετανία:

      Η ανά την Ευρώπη αιματοχυσία λόγω των θρησκευτικών πολέμων Ρωμαιοκαθολικών και Διαμαρτυρομένων και το κληροδοτημένο από την     Αναγέννηση ενδιαφέρον για την κλασική Αρχαιότητα οδηγούν σε       αριστουργήματα δραματικής τέχνης από τη γραφίδα κυρίως του Σαίξπηρ αλλά       και άλλων. Έτσι ο ωμός ρεαλισμός του εγκλήματος συνδυάζεται με τη    ρητορική έκφραση υψηλών ιδεωδών.

17ος αιώνας: (Νεο-)Κλασικισμός

 

  • Κυριαρχούν και πάλι τα θέματα και οι τεχνοτροπίες της κλασικής Αρχαιότητας, με κορυφαία και χαρακτηριστικότερη περίπτωση των παραγωγή έμμετρων δραμάτων στη Γαλλία, από κορυφαίους δραματουργούς όπως ο Ρακίνας και ο Μολιέρος.

 

  • Επίσης στη Γαλλία παρουσιάζεται το φαινόμενο του Ακαδημαϊσμού, δηλαδή της επιβολής κανόνων (κλασικιστικών βέβαια σε αυτή την περίοδο) στην τέχνη από έναν κρατικό θεσμό, εν προκειμένω της Ακαδημίας Γραμμάτων και Τεχνών.

 

  • Ο Ρεαλισμός πραγματοποιεί τα πρώτα βήματά του στη ζωγραφική των Κάτω Χωρών λόγω της προϊούσας αστικοποίησης αυτών των κοινωνιών. Στη θεματολογία αυτής της τέχνης κυριαρχεί ο απλός καθημερινός άνθρωπος των αστικών κέντρων στις επαγγελματικές δραστηριότητες και τις οικογενειακές στιγμές του.

 

  • Ανθούν εκ νέου τα μεσαιωνικά είδη της ποιμενικής, ηρωϊκής και ερωτικής μυθιστορίας (έμμετρες αφηγήσεις με συσσώρευση γεγονότων χωρίς ψυχολογική εμβάθυνση, ρεαλιστική ηθογραφία, δραματικές κορυφώσεις και ενότητα πλοκής).

 

  • Εμφανίζονται τα περιπετειώδη μυθιστορήματα (σε πεζό λόγο) με θέμα τη ζωή περιθωριακών στοιχείων (το δε όνομα του είδους είναι picaresque).

 

 

 

18ος αιώνας:

 

Α΄  Διαφωτισμός

 

  • Ο Διαφωτισμός σημαίνει μία νέα στροφή (μετά από εκείνη της Αναγεννήσεως) προς τον άνθρωπο και τα προβλήματά του. Αυτή τη φορά όμως υπερτονίζεται  η αξία του ορθού λόγου, της νόησης του ανθρώπου (σε αντίθεση με τον έντονα μυστικιστικό χαρακτήρα της Αναγέννησης), πράγμα που εξηγείται από το φορέα της νέας πνευματικής κίνησης, που δεν είναι άλλος από την αστική τάξη. Οι αστοί ανακαλύπτουν στη λογική τον καταλληλότερο σύμμαχο  στην ιδεολογική τους αντιπαράθεση προς την αριστοκρατία.

 

  • Στην πεζογραφία σημειώνεται εντυπωσιακή πρόοδος σε πολλούς τομείς, που προλειαίνει το έδαφος για την εκπληκτική πεζογραφική παραγωγή του επόμενου αιώνα. Πιο συγκεκριμένα επισημαίνονται οι ακόλουθες εξελίξεις:
    1. Στις νουβέλες και τα μυθιστορήματα υπάρχει μεγαλύτερη ψυχολογική εμβάθυνση, αφηρωϊσμός και εξανθρωπισμός των ηρώων (ψυχολογικός νατουραλισμός). Ο μυθιστορηματικός ήρωας παύει να είναι θρυλικό πρόσωπο, σύμβολο και πρότυπο και γίνεται συμπλήρωμα της ανεκπλήρωτης ζωής του αναγνώστη.
    2. Από άποψη ειδών δεν υποχωρεί μεν η παραγωγή των picaresque μυθιστορημάτων (π.χ. ο ΄΄Γκιούλιβερ’’ του Τζ. Σουίφτ ή ο ΄΄Ροβινσώνας  Κρούσος’’ του Ντ. Ντεφόου), όμως εμφανίζονται ή αρχίζουν να διαμορφώνονται και τα είδη που θα επικρατούσαν στη συνέχεια. Έτσι παρουσιάζονται προδρομικές μορφές του κατεξοχήν ερωτικού μυθιστορήματος του επόμενου αιώνα, με τον έρωτα να προσλαμβάνει όλα τα παθολογικά και καταστροφικά γνωρίσματα, όπως τα γνωρίζουμε κυρίως στα μεταγενέστερα έργα του είδους. Περαιτέρω αναπτύσσεται πλήρως το ηθικοπλαστικό μυθιστόρημα του τύπου «ο καλός και ενάρετος αστός στο τέλος δικαιώνεται» (με σημαντικότερο εκπρόσωπο τον Άγγλο Ρίτσαρντσον), ένα είδος που επρόκειτο να γνωρίσει (δύο ενότητες αργότερα) ιδαίτερη άνθηση και σε μία άλλη αφηγηματική γλώσσα, αυτή του κινηματογράφου. Μεγάλη πρόοδος σημειώνεται και στο μυθιστόρημα διάπλασης χαρακτήρων (Bildungsroman), όπου κύριο θέμα είναι η ηθική εξέλιξη  του ήρωα, όπως επίσης και στο επιστολικό μυθιστόρημα (π.χ. ΄΄Τα πάθη του νεαρού Βερθέρου’’ του Γκαίτε), όπου επρόκειτο να εγκαινιαστεί αυτός ο προσωπικός εξομολογητικός τόνος που θα κυριαρχούσε  στη ρομαντική σχολή του επομένου αιώνα.  Επίσης εμφανίζονται ιστορίες αγωνίας και ιστορικά μυθιστορήματα.
    3. Εγκαθιδρύεται μία προσωπική σχέση μεταξύ συγγραφέα και αναγνώστη, που συχνά εκφράζεται με αποστροφές του πρώτου προς τον δεύτερο, φιλοφρονήσεις, εκκλήσεις εμπίστευσης κ.α.
    4. Η πλοκή των έργων γίνεται κατεξοχήν δραματική, δηλαδή με δραματικές κορυφώσεις που τείνουν μέσα από την ενότητα του μύθου στην τελική κορύφωση και λύση της πλοκής. Έτσι εκγαταλείπεται η μεσαιωνικού τύπου αφήγηση που στηρίζεται στη συσσώρευση επεισοδίων χωρίς καμία πρόνοια για ενότητα πλοκής και δραματικές κορυφώσεις.

 

  • Αρχής γενομένης στην Αγγλία, δημιουργείται ευρύ αναγνωστικό κοινό κοσμικής λογοτεχνίας και έτσι για πρώτη φορά στην ιστορία της λογοτεχνίας εμφανίζονται επαγγελματίες συγγραφείς που μπορούν να βιοπορίζονται από τη δημιουργική τους δραστηριότητα. Περαιτέρω κυκλοφορούν τα πρώτα λογοτεχνικά περιοδικά που διαμορφώνουν καλαισθησία και αναγνωστικές προτιμήσεις. Για πρώτη επίσης φορά παρουσιάζεται και η έννοια της κοινωνικοπολιτικής στράτευσης του δημιουργού, π.χ. ο  ΄΄Γκιούλιβερ’’ του Τζ. Σουίφτ μπορεί να θαεωρηθεί και ως μία επίκαιρη πολιτική σάτιρα.

 

  • Στο δράμα επικρατούν η πρόζα (πεζός λόγος) και ο νατουραλισμός καταστάσεων και ηθών και τίθεται το είδος στην υπηρεσία του ταξικού αγώνα των αστών. Ο Ν. Ντιντερό συμβάλλει ιδιαιτέρως στη διαμόρφωση των αρχών του αστικού δράματος.

 

Β΄ Αντίδραση στο Διαφωτισμό: πρώτα βήματα του Ρομαντισμού

 

  • Με τους Γκαίτε και Σίλερ, ηγέτες του πνευματικού κινήματος ΄΄Θύελλα και Ορμή’’ στη Γερμανία έχουμε μία πρώτη αντίδραση στην άκρατη νοησιαρχία του Αιώνα των Φώτων, αν και ο πρώτος των εν λόγω συγγραφέων έμεινε πιστός στην έννοια του κλασικού μέτρου.
  • Με τον γαλλοελβετό Ζ.Ζ.Ρουσό η συγκινησιοκρατία ως αντίδραση στον ορθολογισμό του Διαφωτισμού γίνεται πλέον συρμός στην τέχνη και προετοιμάζει την κυριαρχία του Ρομαντισμού στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα. Ο άκρατος υποκειμενισμός του ανάγει τη λογοτεχνία σε εξομολόγηση βιωμάτων.

 

 

 

 

 

19ος αιώνας:

 

Α΄ Ρομαντισμός

 

  • Είναι η κατεξοχήν αστική καλλιτεχνική σχολή που ωστόσο στράφηκε απηνώς ενάντια στον ορθολογισμό του Διαφωτισμού, ο οποιος υπήρξε η επαναστατική ιδεολογία της αστικής τάξης. Έναντι της λογικής, του μέτρου και της νοικοκυραίικης ηθικής της αστικής κοινωνίας αντιτάσσει το συναίσθημα, την υποκειμενικότητα, την υπερβολή και την αυθαιρεσία που αγγίζουν τη νοσηρότητα, τη μποέμικη ζωή,  καθώς και το εγκώμιο της νεότητας σε αντιπαράθεση προς την κατασταλαγμένη ωριμότητα που αποτελεί το ιδανικό κάθε κλασικισμού.

 

  • Ως βασικά όπλα στην όσο το δυνατόν πλατύτερη και αυθεντικότερη βίωση της αλήθειας μέσα από την καλλιτεχνική έκφραση χρησιμοποιούνται η ανάμιξη ειδών και τεχνών, ο αυτοσχεδιασμός και η αποσπασματικότητα.

 

  • Στο πλαίσιό του διαμορφώνεται  η διαλεκτική αντίληψη περι ιστορικής εξέλιξης, σύμφωνα με την οποία όλοι οι παράγοντες διαμόρφωσής της υπόκεινται σε διαρκή αλληλεπίδραση και αλλαγή και δεν υφίσταται καμία σταθερή και διαχρονική αρχή.

 

  • Το αίσθημα ανεστιότητας και ερημίας και η λαχτάρα του απείρου και του απόλυτου κυριαρχούν στην ψυχοσύνθεση των ρομαντικών. Επανεκτιμούν το μυστικισμό, τη θρησκοληψία και τη δεισιδαιμονία  του Μεσαίωνα και τοποθετούν πολλά έργα τους σε αυτή τη σκοτεινή περίοδο.

 

  • Σπουδαίοι εκπρόσωποι της σχολής μπορούν να θεωρηθούν:  στη Γερμανία οι Νοβάλις, Κλέιστ, Καμίσο, Χέλντερλιν και Χάινε· στη Γαλλία οι Σατωβριάν, Λαμαρτέν, Μυσέ, Ουγκώ, Γκωτιέ και Δουμάς· στην Αγγλία οι Βύρων, Σέλεϋ, Σκοτ, Μπλαίηκ και Κητς· στην Ιταλία  οι Λεοπάρντι και Μαντσόνι· και στη Ρωσία οι Πούσκιν και Λέρμοντωφ.

 

  • Στην Ελλάδα ο Ρομαντισμός είναι η πρώτη λογοτεχνική σχολή που γνώρισε απήχηση και μιμητές, λόγω του φιλελληνισμού πολλών ευρωπαίων Ρομαντικών, όπως οι Βύρων,  Σέλεϋ,  Ουγκώ,   Χέλντερλιν και  Πούσκιν, αλλά και της χρονικής σύμπτωσης της ακμής της σχολής με την Ελληνική Επανάσταση και τη δημιουργία του πρώτου ελληνικού εθνικού κράτους. Εξάλλου το πνεύμα μεταφυσικής πίστης και λατρείας στα ιδανικά της φυλής, το οποίο καλλιέργησαν οι φιλόσοφοι του Γερμανικού Ρομαντισμού, άρμοζε απόλυτα σε ένα έθνος που μόλις αναγεννιόταν ύστερα από μακραίωνη δουλεία. Δυστυχώς όμως στη χώρα μας ο Ρομαντισμός συνετρίβη στις συμπληγάδες του λογιωτατισμού των Φαναριωτών και των επιγόνων τους της Παλαιάς Αθηναϊκής Σχολής. Οι έλληνες Ρομαντικοί ασχολήθηκαν κυρίως με την ποίηση, έγραψαν σε καθαρεύουσα και το ύφος τους χαρακτηρίζεται από πομπώδη ρητορεία. Γνωστότεροι εξ αυτών είναι οι αδελφοί Σούτσοι, οι Ραγκαβής, Παράσχος, Ζαλοκώστας και Δ. Παπαρηγόπουλος. Ωστόσο ασχολήθηκαν και με την πεζογραφία, με το διήγημα και το μυθιστόρημα, όπου ξεφεύγουν συνήθως από τον άκρατο Ρομαντισμό, επηρεασμένοι από τις ευρωπαϊκές εξελίξεις του δεύτερου μισού του 19ου αι. αλλά και από την πεζογραφία του 18ου αι. Έτσι μπορεί ο ΄΄Λέανδρος’’ του Π. Σούτσου να είναι ένα απολύτως ρομαντικό επιστολικό μυθιστόρημα, όμως ο ΄΄Πολυπαθής’’(μυθιστόρημα) του Γ. Παλαιολόγου ή τα διηγήματα του Εμ. Ροΐδη ερωτοτροπούν εντόνως το μεν πρώτο με τον ψυχολογικό Νατουραλισμό του 19ου και το picaresque μυθιστόρημα του 18ου αι., τα δε δεύτερα με  νατουραλιστικές καταστάσεις της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας. Θα πρέπει τέλος να αναφέρουμε και τα περιπετειώδη ρομαντικά μυθιστορήματα της πρώτης δημιουργικής περιόδου του Παπαδιαμάντη, όπως η ΄΄Μετανάστις’’ και  ΄΄ Οι Έμποροι των Εθνών’’.
  • Την ουσία πάντως του Ρομαντισμού τη συνέλαβε και εξέφρασε στον ελληνικό χώρο η Επτανησιακή Σχολή, της οποίας οι εκπρόσωποι δημιούργησαν την ίδια περίοδο και σε αντιπαράθεση με την  Παλαιά Αθηναϊκή Σχολή. Η λατρεία της ιδέας του έθνους, η πίστη στην ανωτερότητα της λαϊκής ψυχής και των αυθόρμητων καλλιτεχνικών επιτευγμάτων της, η προσήλωση στη μεταφυσική και στο συναίσθημα και ο πολιτικός φιλελευθερισμός είναι τα βασικά ρομαντικά χαρακτηριστικά που κυριαρχούν στους Επτανήσιους δημιουργούς, σπουδαιότεροι εκ των οποίων είναι οι: Δ.Σολωμός, Α.Κάλβος, Α.Βαλαωρίτης, Γ. Μαρκοράς και Λ. Μαβίλης.

 

 

Β΄ Νατουραλισμός (μετά το 1830)

 

  • Μετά το 1830 και ειδικά στο δεύτερο μισό του 19ου αι. επιταχύνονται οι πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις στον ευρωπαϊκό χώρο. Η αστική τάξη εδραιώνει την κυριαρχία της, η κοινωνία εκβιομηχανίζεται και δημιουργείται πλέον μία πολυπληθής και ολοένα πιο συνειδητοποιημένη περί τα ιδαίτερα συμφέροντά της εργατική τάξη. Ετούτης τα κοινωνικά προβλήματα οξύνονται και οδηγούν στη σύνταξη και δραστικότερη απήχηση σοσιαλιστικών ιδεολογιών, καταρχάς ουτοπιστικών π.χ. του Φουριέ και του Σαιν-Σιμόν και στη συνέχεια αυστηρά επιστημονικών π.χ. των Μαρξ και Ένγκελς.

 

  • Όλο αυτό το κλίμα κοινωνικής κοσμογονίας οδηγεί και την πεζογραφία στην εγκατάλειψη του ονείρου και της φυγής και στην επανατοποθέτησή της έναντι της πραγματικότητας. Τοιουτοτρόπως γεννάται το νατουραλιστικό μυθιστόρημα , καταρχάς στη Γαλλία με τους Σταντάλ και Μπαλζάκ και αργότερα σε όλη την Ευρώπη. Σκοπός του Νατουραλισμού είναι να παρουσιάσει ατόφια την κοινωνική πραγματικότητα, χωρίς να προβαίνει κατ΄ ανάγκη σε άμεση κριτική αλλά βασιζόμενος στην κοινωνική ευαισθησία του αναγνώστη, ώστε να σχηματίσει εκείνος  άποψη για τα κακώς κείμενα του περίγυρού του. Η στανταλική τεχνική της παράθεσης ΄΄μικρών αληθινών γεγονότων’’ (petits faits vrais) είναι αντιπροσωπευτική της παραπάνω τάσης. Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι το μυθιστόρημα γίνεται κατεξοχήν κοινωνικό, έχοντας όμως έντονα και τα ηθογραφικά και ψυχογραφικά χαρακτηριστικά, κληρονομημένα από τα αντίστοιχα έργα του 18ου αι. και του ρομαντισμού.

 

  • Σε αυτή την περίοδο γνωρίζουν πρωτόφαντη ανάπτυξη οι εφημερίδες με διεύρυνση του κύκλου των συνδρομητών τους και δημοσίευση εμπορικών διαφημίσεων. Προς τέρψη μάλιστα του κοινού τους δημοσιεύουν σε συνέχειες μυθιστορήματα καταξιωμένων συγγραφέων π.χ. των Μπαλζάκ, Συ και Δουμά. Έτσι δημιουργείται ένας ευρύτατος κύκλος αναγνωστών λογοτεχνίας που ανάγει πλέον την τελευταία σε οικονομικά εκμεταλλεύσιμο αγαθό και τους μεγάλους εκδοτικούς οίκους σε σπουδαίο οικονομικό και κοινωνικοπολιτικό παράγοντα.

 

  • Ως σπουδαιότεροι εκπρόσωποι αυτής της σχολής μπορούν να θεωρηθούν: στη Γαλλία εκτός των προαναφερθέντων οι Ζολά, Φλωμπέρ και Μωπασάν· στην Αγγλία ο Ντίκενς· και στη Ρωσία οι Γκόγκολ, Τολστόι και Ντοστογιέφσκι.

 

  • Στην Ελλάδα, λόγω της οικονομικής και κοινωνικής υστέρησης της χώρας σε σχέση με τις ραγδαία εκβιομηχανιζόμενες κοινωνίες της Ευρώπης, ο Νατουραλισμός δε δημιούργησε σχολή με συνειδητοποιημένα μέλη και αναγνωρίσιμη εκπροσώπηση στην πνευματική μας ζωή. Παρά ταύτα μπορούμε να αναφέρουμε έστω τρεις αξιόλογους εκπροσώπους της σχολής: έναν καθαρευουσιάνο, τον  Κονδυλάκη, και δύο δημοτικιστές, τον Καρκαβίτσα και τον Θεοτόκη.

 

 

 

Γ΄ Παρνασσισμός (μετά το 1866)

 

  • Πρόκειται για αποκλειστικά ποιητική σχολή και θα πρέπει να εννοηθεί ως νεοκλασικιστική αντίδραση τόσο στο νεφελώδη και ενορατικό χαρακτήρα του Ρομαντισμού όσο και στον υπερβολικό κοινωνισμό του Νατουραλισμού. Πρόκειται για μία ακόμη επιστροφή στη θεματολογία της Κλασικής Αρχαίοτητας (μόνο που στα ενδιαφέροντα των Παρνασσιστών περιλαμβάνεται πλέον και η ινδική Κλασική Αρχαιότητα, λόγω της συστηματικής μελέτης των αρχαίων ινδικών-σανσκριτικών-κειμένων). Στη στιχουργική τους αντέταξαν την ακριβολογία και την τελειότητα της μορφής στη ρομαντική λατρεία του συγκεχυμένου και αποσπασματικού. Αυτή η σχολή είναι κατεξοχήν γαλλική με κυριότερους εκπροσώπους τους Λιλ, Γκωτιέ και Μπανβίλ.

 

  • Στην Ελλάδα ο Παρνασσισμός βρήκε ευρεία αποδοχή με κυριότερους εκπροσώπους τους: Ι.Γρυπάρη, Α.Σικελιανό, Κ.Παλαμά και Κ.Βάρναλη.

 

 

 

 

 

Δ΄ Συμβολισμός (μετά το 1886)

 

  • Πρόκειται για μία ρομαντικής φύσεως αντίδραση στη νεοκλασικιστική ψυχρότητα του Παρνασσισμού στην ποίηση και τον ενίοτε άχαρο πραγματισμό της νατουραλιστικής πεζογραφίας. Επιλέγονται και οδηγούνται στην ακραία έκφανσή τους όλα τα λυρικά στοιχεία που είχε καλλιεργήσει και ο Ρομαντισμός: μουσικότητα και υποβλητικότητα στην έκφραση έως σημείου υποτίμησης του περιεχομένου (μάλιστα θεωρούν οι συμβολιστές ότι ένα άμεσα διακριτό και αναγνωρίσιμο περιεχόμενο βλάπτει καίρια τη μουσική του ποιήματος)· συμβολοποίηση των εξωτερικών αντικειμένων της ανθρώπινης εμπειρίας προς έκφραση μιας ψυχικής κατάστασης, έτσι το σύμβολο λειτουργεί ως το κλειδί για την αισθητική βίωση ενός συναισθήματος. Ακραία εκδοχή του Συμβολισμού αποτελεί το κίνημα της Καθαρής Ποίησης (με κύριους εκπροσπώπους τους Μαλαρμέ και Βαλερί) όπου η ανάγκη για μουσικότητα στην έκφραση οδηγεί στη λεξιθηρία και τον άκρατο Αισθητισμό.

 

  • Κυριότεροι εκπρόσωποι στη Γαλλία είναι οι: Μπωντλέρ (πραγματοποιεί τη μετάβαση από το Ρομαντισμό στο Συμβολισμό), Λοτρεαμόν, Ρεμπό, Βερλέν και Μαλαρμέ· στο Βέλγιο ο Μέτερλινγκ και στην Αγγλία ο Ουάιλντ.

 

  • Στην Ελλάδα υπήρξαν δύο γενιές Συμβολιστών, η πρώτη αποτελείται από μέλη της Γενιάς του 1880, με κύριους εκπροσώπους τους Καμπύση, Χατζόπουλο και Χρηστομάνο. Η δεύτερη γενιά αποτελεί τη Μεταρομαντική και Νεοσυμβολιστική Σχολή της Γενιάς του 1920, με κύριους εκπροσώπους τους Λαπαθιώτη, Ουράνη, Καρυωτάκη, Άγρα, Πολυδούρη και Παράσχο.

 

 

 

Ε΄ Ιμπρεσιονισμός (μετά το 1870)

 

  • Ο Ιμπρεσιονισμός είναι κυρίως σχολή ζωγραφικής και είναι συζητήσιμη η εφαρμογή του όρου στη λογοτεχνία. Στην ποίηση μάλιστα εν πολλοίς υπερκαλύπτεται το περιεχόμενο του όρου από τον προαναφερθέντα Συμβολισμό, όμως στην πεζογραφία μπορούμε να διακρίνουμε καθαρώς ιμπρεσιονιστικά χαρακτηριστικά όπως: η εμμονή στην περιγραφή των λεπτομερειών, ο τονοσμός του ατμοσφαιρικού και τυχαίου, η περιφρόνηση της ενιαίας αντίληψης του συνόλου, η εξεζητημένη κομψότητα του Αισθητισμού, η παθητική άφεση σε έναν Επικούρειο Ηδονισμό, η νοησιαρχία και η αγάπη προς την έννοια της παρακμής και του τέλους του Δυτικού Πολιτισμού. Κύριοι εκπρόσωποι είναι οι: Φρανς, Κλοντέλ και Προυστ στη Γαλλία, ο Ουάιλντ στην Αγγλία, ο Σνίτζλερ στην Αυστρία, οι Χόφμανσταλ και Ρίλκε στη Γερμανία, ο Ντ΄ Ανούντσιο στην Ιταλία και ο Τσέχοφ στη Ρωσία. Στην Ελλάδα δε μπορούμε να μιλήσουμε για ιμπρεσιονιστές παρά μόνο για συμβολιστές δημιουργούς.

 

 

 

 

 

 

ΣΤ΄ Η  Γενιά του 1880 στην Ελλάδα

 

  • Η συγκεκριμένη λογοτεχνική γενιά συνδέεται άμεσα με το πρόβλημα (ή ενδεχομένως τον πλούτο) της εθνικής μας διγλωσσίας, δηλαδή με τη διαμάχη καθαρευόντων και δημοτικιστών, όταν άρχισε να διαφαίνεται η επικράτηση των δευτέρων στο λογοτεχνικό πεδίο. Με ηγέτη τον Παλαμά στην ποίηση επικράτησε πλήρως και άμεσα η δημοτική, ενώ στην πεζογραφία απαιτήθηκε περίπου μία εικοσαετία (δηλαδή περίπου ως το τέλος του αιώνα) , για να εγκαταλειφθεί η καθαρεύουσα. Όσον αφορά στις λογοτεχνικές σχολές και τα είδη στη μεν ποίηση επιδρούν κυρίως ο Παρνασσισμός και ο Συμβολισμός στη δε πεζογραφία κυριαρχεί το ρεαλιστικό ηθογραφικό διήγημα με έντονα λαογραφικά στοιχεία και μόλις στις αρχές του εικοστού αιώνα αρχίζει να εδραιώνεται και το αστικό διήγημα. Ως  πρώτα (προδρομικά) ρεαλιστικά πεζογραφήματά μας πρέπει να αναφέρουμε το έργο ΄΄Θάνος Βλέκας΄΄ του    Π. Καλλιγά , τη ΄΄Στρατιωτική Ζωή εν Ελλάδι΄΄ (ανωνύμου συγγραφέα) και φυσικά τη νουβέλα ΄΄Λουκής Λάρας΄΄ του Δ. Βικέλα. Οι κύριοι εκπρόσωποι του ηθογραφικού διηγήματος είναι οι Γ.Βιζυηνός,                       Α.Παπαδιαμάντης, Α.Καρκαβίτσας, Ι.Κονδυλάκης, Κ.Χατζόπουλος και Κ.Θεοτόκης. Αυτη η γενιά δημιουργών εν πολλοίς καλύπτει με  το έργο και τη δράση της έως και την πρώτη εικοσαετία του 20ου αιώνα

 

 

 

Ζ΄ Ο κύκλος των παρακμιακών (ή καταραμένων) δημιουργών

 

  • Πρόκειται για μία ομάδα συμβολιστών οι οποίοι είχαν υιοθετήσει έναν κοινό τρόπο ζωής:  περιθωριακό, βυθισμένο σε τεχνητούς παραδείσους ψυχοτρόπων ουσιών, σε προκλητική σύγκρουση με τα ήθη της κοινωνίας, και οι οποίοι προέβαλλαν μέσα από το έργο τους αυτή τη στάση ζωής. Γνωστότεροι εξ αυτών είναι οι (Γάλλοι όλοι) Μπωντλαίρ, Βερλαίν, Ρεμπώ και Λωτρεαμόν. Στην Ελλάδα, ο μόνος αυθεντικός παρακμίας, χωρίς όμως να είναι συμβολιστής (παρά μόνο για μιά σύντομη μεταβατική  περίοδο, ανάμεσα στο ρομαντικό ξεκίνημα και την τελική αφοσίωσή του στο ρεαλισμό και το μοντερνισμό) είναι ο Κ.Καβάφης.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

20ος αιώνας

 

Α΄  Νεοτερική ποίηση και  πεζογραφία

 

Στην αυγή του 20ού αι. και ειδικά μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με την κρίση αξιών που προξένησε τούτος στην ηθική συνείδηση του Ευρωπαίου ανθρώπου, παρουσιάζονται στη λογοτεχνία καινοτομίες ασύλληπτες μέχρι πρότινος. Η στροφή στον εσωτερικό άνθρωπο και η καθολική αμφισβήτηση κάθε καθιερωμένης αισθητικής αξίας οδηγούν στη διαμόρφωση μίας νέας αντίληψης για την τέχνη του λόγου που μπορεί να συνοψισθεί στα εξής (ανά είδος): 

 

Νεοτερική ποίηση

 

  • Εγκατάλειψη των παραδοσιακών στιχουργικών τεχνικών (μέτρου, ομοιοκαταληξίας, στροφικών συστημάτων κ.α.)
  • Υιοθέτηση λόγου ελλειπτικού, αφαιρετικού και σκοτεινού που παραπέμπει σε χρησμό ή προφητεία.
  • Αξιοποίηση συμβόλων και αρχαιοπρεπών εκφράσεων από τη Βίβλο
  • Χρησιμοποίηση συμβόλων, μορφών, προσωπικοτήτων και γεγονότων από τη μυθολογία και την ιστορία των αρχαίων λαών (Ελλήνων, Ρωμαίων και Ινδών) προς επίταση του ΄΄εξωτικού’’ περιβλήματος  των εκφραζομένων ιδεών, με σκοπό την αποξένωση του αναγνώστη από το κείμενο και το βαθύτερο προβληματισμό του

Κορυφαίοι εκπρόσωποι  είναι οι Γάλλοι Απολλιναίρ και Βαλερύ, ο Γερμανός Ρίλκε, ο Αμερικανός Πάουντ, ο Ιρλανδός Γέητς, ο Βρετανός Τ.Σ.Έλιοτ και ο Αυστριακός Μούζιλ.

 

 

Νεοτερική πεζογραφία

 

  • Ανάπτυξη του εσωτερικού μονολόγου, μίας ατελεύτητης ενδοσκόπησης εις βάρος κάθε κλασικής έννοιας μυθοπλασίας (πλοκής, κορυφώσεων, ενότητας κ.α.), ηθογραφίας και παραδοσιακής σύνταξης του λόγου(αποσπασματικός λόγος). Πρωτοπόροι –και μεγάλοι τεχνίτες- του είδους είναι ο Ιρλανδός        Τζ. Τζόυς και ο Γάλλος Μ. Προύστ των οποίων τα έργα ΄΄Οδυσσέας’’ και ΄΄Αναζητώντας το χαμένο χρόνο’’ αντίστοιχα αποτελούν μανιφέστα και ευαγγέλια του Μοντερνισμού .

 

 

 

Β΄  Υπερρεαλισμός (ή Σουρεαλισμός)

 

Ο Υπερρεαλισμός ανήκει στα πρωτοποριακά κινήματα των αρχών του 20ού αι. (όπως επίσης ο Φουτουρισμός και ο Ντανταϊσμός) που αντιπαρατάχθηκαν στα αστικά καθεστώτα, την κεφαλαιοκρατία και την αποικιοκρατία, ερωτοτροπώντας συχνά με τα ολοκληρωτικά καθεστώτα και ιδεολογίες του Μεσοπολέμου, όπως με τον ιταλικό φασισμό και με τον σοβιετικό κομουνισμό. Ειδικά οι Γάλλοι υπερρεαλιστές λογοτέχνες, όπως οι Μπρετόν, Ελυάρ και Αραγκόν, εντάχθηκαν ανεξαιρέτως στο Γαλλικό Κομουνιστικό Κόμμα, αν και τελικά διαχώρισαν τη θέση τους από το σταλινικό καθεστώς. Βασικά χαρακτηριστικά του κινήματος είναι τα ακόλουθα:

 

  • Η αξιοποίηση της θεωρίας της Ψυχανάλυσης του Φρόυντ σχετικά με το ρόλο του  υποσυνειδήτου και των ονείρων στην ψυχική ζωή. Στα τελευταία ανιχνεύεται και η σχέση του κινήματος με το Ρομαντισμό.
  • Η υιοθέτηση του ελεύθερου στίχου και των ασυνήθιστων συνάψεων λέξεων από τη νεοτερική ποίηση.
  • Η προσήλωση στην αυτόματη γραφή που συνίσταται στην άμεση καταγραφή της ροής εικόνων και σκέψεων, όπως αυτές εκπηγάζουν αυθόρμητα και αναρχικά από το υποσυνείδητο, χωρίς να τις τακτοποιεί η λογική. Απωθημένες επιθυμίες, όνειρα και φαντασιοκοπίες στήνουν ένα φρενήρη παγανιστικό χορό στο χαρτί της σουρεαλιστικής δημιουργίας.
  • Ευρεία χρήση συμβόλων (κληρονομιά του Συμβολισμού), αλλά πρωτόφαντων και ευφάνταστων έως σκανδαλιστικών (επίδραση της προκλητικότητας του Ντανταϊσμού).
  • Σκοπός όλων των παραπάνω ήταν  η δημιουργία μιας υπερπραγματικότητας, ιδεατής, ονειρικής και φαντασιακής, που θα εμπλούτιζε την ευνουχισμένη φαντασία του αστού και θα του αφύπνιζε ενδεχομένως το επαναστατικό του φρόνημα, την επιθυμία για ένα καλύτερο κόσμο.

 

 

 

 

Γ΄  Η γενιά του 1930 (Ο αντίκτυπος του Μοντερνισμού και του Υπερρεαλισμού στην Ελλάδα)

 

 

Η γενιά αυτή είναι εξίσου σημαντική με τη γενιά του 1880 για τα Νεοελληνικά Γράμματα. Αφοσιώθηκε στο δύσκολο καθήκον του επαναπροσδιορισμού της Ελληνικότητας, σε μια εποχή όπου το εθνικό φιλότιμο είχε τρωθεί καίρια από τη Μικρασιατική Καταστροφή και την περιπέτεια της ενσωμάτωσης των προσφύγων στην εδώθεν πλευρά του Αιγαίου, όπου υποχρεώθηκε να συμπτυχθεί ο Ελληνισμός. Και αν ο Ελληνισμός του 1880 είχε ανάγκη να αναζητήσει την ταυτότητά του αναβαπτιζόμενος στα ρείθρα της λαϊκής ψυχής που οραματιζόταν ακόμη την εθνική ολοκλήρωση, ο ακρωτηριασμένος και ηττημένος Ελληνισμός του 1930 έθετε ως αγωνιώδες αίτημα τον επαναπροσδιορισμό του στη ρευστότητα του Μεσοπολέμου. Έτσι οι δημιουργοί αυτής της γενιάς αναζήτησαν με νηφαλιότητα, χωρίς ενθικιστικές κορώνες, τη διαχρονική ουσία της Ελληνικότητας μέσα στην τέχνη τους. Η Αρχαιότητα και το Βυζάντιο στάθηκαν για μία ακόμη φορά αρωγοί προμηθεύοντας θέματα και σύμβολα, αυτή τη φορά όμως βιωμένα στο φλέγον εθνικό παρόν, μακριά από την επιζήμια προγονοκαπηλία του παρελθόντος. Η δε διαπραγμάτευση των θεμάτων αυτών γίνεται με την υιοθέτηση των πρωτοποριακών τεχνικών που εκτέθηκαν παραπάνω. Έτσι:

 

1) Στην ποίηση:

Γ.Σεφέρης αναδεικνύεται σε κύριο εκπρόσωπο του Μοντερνισμού στην Ελλάδα, επηρεαζόμενος βαθιά από την ποίηση του Τ.Σ. Έλλιοτ, και συντελώντας σε μεγάλο βαθμό στην ανάδειξη των μοντερνιστικών στοιχείων του Καβάφη. Άμεσος συνεχιστής του (στη Μεταπολεμική πλέον λογοτεχνία) μπορεί να θεωρηθεί ο Τ.Σινόπουλος.

-Οι Α.Εμπειρίκος, Ν.Εγγονόπουλος και Ο.Ελύτης καλλιέργησαν και έφθασαν σε υψηλότατη στάθμη τον Υπερρεαλισμό, με μία καίρια διαφορά από τους Γάλλους μέντορές τους: δεν ήταν πολιτικά στρατευμένοι στην Αριστερά, τουναντίον υπήρξαν συνειδητοποιημένοι απολογητές του αστικού κόσμου.

-Στην ίδια γενιά ανήκουν και οι Ν.Βρεττάκος και Γ.Ρίτσος, οι οποίοι όμως όντας ενταγμένοι στην Αριστερά δεν ακολούθησαν ποτέ τους φορμαλιστικούς ακροβατισμούς του Μοντερνισμού και του Υπερρεαλισμού, στη λαχτάρα τους να κοινωνηθεί το έργο τους από τις κατώτερες κοινωνικές τάξεις, επηρεασμένοι σαφώς και από το επίσημο αισθητικό δόγμα της Σοβιετικής Ένωσης, το Σοσιαλιστικό Ρεαλισμό.

 

2) Στην πεζογραφία:

Στην πεζογραφία σημειώνεται σαφής στροφή στη μακρά αφηγηματική σύνθεση, το μυθιστόρημα, που τον περασμένο αιώνα στην Ευρώπη αποτέλεσε τη βάση της αστικής κουλτούρας. Εξέλιξη καθόλου τυχαία για την ελληνική κοινωνία, αν αναλογιστούμε ότι ετούτη ξεκίνησε να αστικοποιείται μόλις στις αρχές του 20ού αιώνα και μόνο μετά την έλευση των προσφύγων και των ανταλλάξιμων από τη Μικρά Ασία δημιουργήθηκαν τα πρώτα αυθεντικά αστικά κέντρα. Σε δύο από αυτά, την Αθήνα (κατά φυσική συνέχεια της πνευματικής της παράδοσης) και τη Θεσσαλονίκη (τη νέα εθνική και πνευματική εστία του Ελληνισμού, την κερδισμένη με αίμα και διχαστικές πολιτικές συγκρούσεις) θα αναπτυχθούν κυριολεκτικά παράλληλα (με εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά και δίχως πνευματική επαφή μεταξύ τους) οι δύο κύριες σχολές αυτής της γενιάς, για να τροφοδοτήσουν το μόλις γενικευμένα αναδυόμενο αστικό γούστο των Νεοελλήνων με τις δέουσες αφηγήσεις.

 

α) Αθήνα:

            Στο κλεινόν άστυ, οι διακηρύξεις του Γ.Θεοτοκά στο κείμενο-μανιφέστο της γενιάς ΄΄Ελεύθερο Πνεύμα``(1929) φαίνεται να επαληθεύονται ακριβώς στα μυθιστορήματα αυτής της γενιάς: η απαίτηση για αυθεντική (κατ’ αντιδιαστολή προς την επιφανειακή εν πολλοίς των προηγούμενων γενιών) ψυχογραφία (΄΄δημιουργική ψυχολογία``, κατά Θεοτοκά, με την  έννοια ΄΄μιας  συμπύκνωσης και υπερέντασης ζωτικών δυνάμεων’’)

επιτέλους εκπληρώνεται. Έτσι δημιουργούνται για πρώτη φορά μεγαλόπνοα ρεαλιστικά ψυχολογικά μυθιστορήματα, που ανατέμνουν τη νεοελληνική πραγματικότητα του συνωστισμού στα αστικά κέντρα, του δράματος των προσφυγικών παραγκουπόλεων αλλά και της νοσταλγίας για την πρωτόγονη ευδαιμονία της υπαίθρου(επανεμφάνιση του βουκολισμού), αποσκορακίζοντας τον πνευματικό επαρχιωτισμό και τη ρηχότητα των προηγουμένων γενιών. Τις παραπάνω τάσεις υπηρέτησαν (ωστόσο με σημαντικές αποκλίσεις μεταξύ τους) οι κάτωθι πεζογράφοι: Φ.Κόντογλου, Θ.Καστανάκης, Σ.Μυριβήλης, Η. Βενέζης, Κ. Πολίτης, Γ.Θεοτοκάς (όλοι αυτοί είναι Ανατολίτες Έλληνες : Αϊβαλιώτες, Πολίτες, Σμυρνιοί και Μυτιληνιοί), Μ.Καραγάτσης, Α.Τερζάκης, Π.Πρεβελάκης και Γ.Μπεράτης.

 

β)  Θεσσαλονίκη

            Στην πεζογραφία της λεγομένης σχολής της Θεσσαλονίκης επέπρωτο να πνεύσει ο αληθής μοντερνιστικός άνεμος και να αναφανούν οι πρώτοι Έλληνες δεξιοτέχνες του εσωτερικού συνειρμικού μονολόγου. Έχοντας ως έπαλξη το λογοτεχνικό περιοδικό Μακεδονικές Ημέρες έσωσαν τη λογοτεχνική τιμή του έθνους στην κονίστρα της Νεοτερικότητας. Κορυφαίοι εκπρόσωποι θεωρούνται οι: Σ. Ξεφλούδας, Α.Γιαννόπουλος, Γ.Δέλιος, Ν.Μπακόλας και ο Ν.Γ.Πεντζίκης που εξώθησε στα άκρα την κρυπτική εσωτερικότητα με μια μεταβυζαντινή, χαρακτηριστικά θεσσαλονικιώτικη αύρα που γοητεύει διαχρονικά.

 

γ)

            Εντελώς ιδιαίτερη περίπτωση αποτελεί ο Γ.Σκαρίμπας, ο μόνος που εφάρμοσε με συνέπεια την αυτόματη γραφή του υπερρεαλισμού στο μυθιστόρημα αυτής της γενιάς.

 

 

 

 

Μεταπολεμική Λογοτεχνία

 

 

1) Ποίηση

 

 

  Α’  Μεταπολεμική Γενιά (1940-1960)

 

Πρόκειται για μία γενιά που ανδρώθηκε στην Κατοχή, την Αντίσταση και τον Εμφύλιο πόλεμο, έντονα πολιτικοποιημένη και με ουσιαστική συμμετοχή τόσο στα επικά, όσο και στα θλιβερά γεγονότα των προαναφερθέντων περιόδων.

 

Η ποίηση αυτής της γενιάς έχει χαρακτηρισθεί ανάλογα με τη δεκαετία παραγωγής της και τη θεματολογία της ως ποίηση της αντίστασης (δεκαετία του `40) και της ήττας (δεκαετία του `50), εκφράζοντας αντίστοιχα αφενός τον ηρωισμό και το όραμα της απελευθέρωσης και της οργάνωσης μιας δικαιότερης κοινωνίας, αφετέρου την πικρία και τον απογοήτευση από την ήττα της Αριστεράς στον Εμφύλιο(`46-`49) και τους συνακόλουθους διωγμούς των οπαδών της ή την διαφυγή τους σε άλλες χώρες, κομουνιστικές και μη. Έτσι διαμορφώνονται κάποια βασικά χαρακτηριστικά της:

  • προσήλωση στην ουσία των πραγμάτων χωρίς ψευδαισθήσεις και ωραιοποιήσεις
  • προτίμηση στην κυριολεξία που αγγίζει την πεζολογία
  • έντονη πολιτικοποίηση, που οδηγεί συχνά σε ηθικολογία και διδακτισμό.

 

Ωστόσο μπορούν να διακριθούν και τρείς τάσεις σε αυτή τη γενιά:

 

α) Πολιτικοκοινωνική τάση

Την εξέφρασαν κυρίως οι: Μ.Αναγνωστάκης, Ά.Αλεξάνδρου, Κ. Κύρου, Τ.Λειβαδίτης, Δ.Χριστοδούλου. Τ.Πατρίκιος, Γ.Παυλόπουλος κ.α. Η ποίηση τους βρίσκεται σε στενή συνάρτηση με τα ιστορικά γεγονότα που προαναφέρθηκαν, εκφράζει έντονα αρχικά το ιδεολογικό στίγμα και τα πολιτικά οράματα των δημιουργών της και στη συνέχεια την κριτική ή και το σαρκασμό τους για τον ιδεολογικό εκφυλισμό της Αριστεράς στην Ελλάδα αλλά και παγκοσμίως.

 

β) Υπαρξιακή τάση

Οι ποιητές αυτής της ομάδας δεν προσέδωσαν ιδεολογικό στίγμα στην ποίηση τους ρίχνοντας το βάρος στον ψυχικό πόνο και την υπαρξιακή αγωνία που προξένησαν τα σύγχρονά τους γεγονότα. Κύριοι εκπρόσωποι: Ά.Δικταίος, Μ.Σαχτούρης, Γ.Γεραλής, Ζ.Καρέλλη, Κ.Δημουλά κ.α.

 

 

 

γ)  Νεοϋπερρεαλιστική τάση

Πρόκειται για επάνοδο του υπερρεαλισμού στη νεοελληνική ποίηση, χωρίς όμως τους φραστικούς ακροβατισμούς των προπατόρων τους της γενιάς του `30 και με μία σαφώς τραγική αίσθηση της πραγματικότητας της εποχής τους. Κύριοι εκπρόσωποι:

Μ.Σαχτούρης, Δ.Παπαδίτσας, Έ.Κακναβάτος, Ν.Βαλαωρίτης κ.α.

 

 

 

  Β’ Μεταπολεμική Γενιά (γενιά του 1960)

 

Πρόκειται για τη γενιά που ωρίμασε στη μετεμφυλιακή Ελλάδα και ξεκίνησε να πρωτοδημοσιεύει σε μία ασταθή πολιτικά εποχή που τελικά οδήγησε στην επιβολή του καθεστώτος της Απριλιανής Δικτατορίας (1967-1974). Έχει χαρακτηριστεί ως γενιά της στέρησης (παιδική ηλικία σημαδεμένη από Κατοχή και Εμφύλιο), των απόηχων (των νικημένων και στη συνέχεια άρδην εκφυλιζομένων ιδανικών της Αριστεράς) ή ακόμα και ως χαμένη γενιά. Οι εκπρόσωποί της χαρακτηρίζονται από μία στάση μη συμμετοχής στα κοινωνικοπολιτικά δρώμενα της εποχής, η οποία διαμορφώθηκε και μέσα από την πικρή διάψευση των αγώνων της προηγούμενης γενιάς. Ο λόγος τους είναι αντιλυρικός και σκληρά ρεαλιστικός. Μερικοί εκπρόσωποι: Κ.Αγγελάκη-Ρουκ, Ν.Α.Ασλάνογλου, Θ.Γκόρπας, Κ.Δημουλά, Μ.Ελευθερίου, Λ.Κούσουλας, Μ.Μέσκος, Σ.Τσακνιάς, Ν.Χριστιανόπουλος κ.ά.

 

 

 

 

  Γ’  Μεταπολεμική Γενιά (του 1970)

 

Πρόκειται για δημιουργούς που ωρίμασαν ακούγοντας ροκενρόλ, διάβαζοντας σύγχρονη Αμερικανική ποίηση και επηρεαζόμενοι από κινήματα όπως το φιλειρηνικό, το φεμινιστικό, της σεξουαλικής απελευθέρωσης και των χίπις. Έτσι χαρακτηρίζονται από ένα λόγο αιχμηρό, απροσχημάτιστο έως και αρρητολογικό, και από μία τάση σαρκασμού και αμφισβήτησης κάθε παραδοσιακής αξίας και ιδεολογίας. Η πιο ευδιάκριτη επίδραση της αμερικανικής ποίησης στο έργο τους προέρχεται από τους δημιουργούς της λεγομένης Beat Generation με κύριους εκπροσώπους τους Κέρουακ και Γκίνσμπεργκ (για τους οποίους έτρεφε ιδιαίτερη εκτίμηση και ο δικός μας, κατά πολύ πρεσβύτερος, Α.Εμπειρίκος). Μερικοί εκπρόσωποί της: Ν.Βαγενάς, Α.Βιστωνίτης, Μ.Γκανάς, Δ.Καλοκύρης, Μ.Λαϊνά, Χ.Λιοντάκης, Ν.Πατίλης, Λ.Πούλιος κ.ά.

 

 

 

 

 

Γενιά του 1980 (του ιδιωτικού οράματος)

 

Αναφερόμαστε πλέον στη γενιά των σημερινών σαραντα-/πενηντά-ρηδων οι οποίοι μεγάλωσαν στη δικτατορία και στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια. Ως αυθεντικά τέκνα της Μεταπολίτευσης χαρακτηρίζονται από αδιαφορία για το πολιτικό γίγνεσθαι και αποεθνικοποιημένο λόγο στον οποίο εμφανίζονται σε υψηλό ποσοστό γλωσσικά δάνεια και βωμολοχίες. Τα ποιήματά τους συχνά είναι γλωσσοκεντρικά και ποιήματα ποιητικής(=για την ποίηση), με έντονο το στοιχείο της διακειμενικότητας. Μπορούν να διακριθούν δύο τάσεις:

 

α) Νεορομαντική

Πρόκειται για μία ομάδα ποιητών που χαρακτηρίζονται από ναρκισσιστικό ατομικισμό, υπερβολική ρητορεία και δραματικότητα, νεογοτθικό στοιχείο(αιμοσταγείς σκηνές και εκφράσεις που φανερώνουν την επίδραση της τηλεοπτικής μανιέρας βίας), πεισιθάνατο και τραγικό αίσθημα ζωής και γλωσσοπλαστική εμμονή. Μερικοί εκπρόσωποι: Χ.Βλαβιανός, Γ.Μπλάνας,

Π. Μπουκάλας, Σ. Σερέφας κ.ά.

 

β) Μεταμοντερνιστική

Είναι η τάση αναβίωσης και ανάμιξης παλαιότερων ειδών και τεχνοτροπιών και η αδιαφορία για διαμόρφωση προσωπικού ύφους ή πρωτοποριακής τεχνικής. Έτσι παρατηρείται μία αναβίωση της παραδοσιακής στιχουργικής και μία σκόπιμη μίμηση του ύφους παλαιότερων ποιητών. Η τάση αυτή εκπροσωπείται κυρίως από μία συντροφία τριών ποιητών: Δ.Καψάλης, Γ.Κοροπούλης και Η.Λάγιος.