2010: Ιωάννου, "Στου Κεμάλ το Σπίτι"

 

 

ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ∆ΑΣ
ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ΄ ΤΑΞΗΣ
ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ
ΤΕΤΑΡΤΗ 19 ΜΑΪΟΥ 2010 
ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ
ΣΥΝΟΛΟ ΣΕΛΙ∆ΩΝ: ΕΠΤΑ (7) 
 
 
ΚΕΙΜΕΝΟ
Γιώργου Ιωάννου
Στοῦ Κεμάλ τό Σπίτι
∆έν ξαναφάνηκε ἡ μαυροφορεμένη ἐκείνη γυναίκα, πού
ἐρχόταν στό κατώφλι μας κάθε χρονιά, τήν ἐποχή πού
γίνονται τά μοῦρα, ζητώντας μέ εὐγένεια νά τῆς δώσουμε
λίγο νερό ἀπ’ τό πηγάδι τῆς αὐλῆς. Ἔμοιαζε πολύ
κουρασμένη, διατηροῦσε ὅμως πάνω της ἴχνη μιᾶς μεγάλης
ἀρχοντικῆς ὀμορφιᾶς. Καί μόνο ὁ τρόπος πού ἔπιανε τό
ποτήρι, ἔφτανε γιά νά σχηματίσει κανείς τήν ἐντύπωση πώς
ἡ γυναίκα αὐτή στά σίγουρα ἦταν μιά ἀρχόντισσα. ∆ίνοντάς
μας πίσω τό ποτήρι, ποτέ δέν παρέλειπε νά μᾶς πεῖ στά
τούρκικα τήν καθιερωμένη εὐχή, πού μπορεῖ νά μήν
καταλαβαίναμε ἀκριβώς τά λόγια της, πιάναμε ὅμως καλά τό
νόημά της: «Ὁ Θεός νά σᾶς ἀνταποδώσει τό μεγάλο καλό». 
Ποιό μεγάλο καλό; Ἰδέα δέν εἴχαμε. 
Καθόταν ἥσυχα γιά ὥρα πολλή στό κατώφλι τῆς αὐλῆς, 
κι ἀντί νά κοιτάζει κατά τό δρόμο ἤ τουλάχιστο κατά τό
πλαϊνό σπίτι τοῦ Κεμάλ1
, αὐτή στραμμένη ἔριχνε κλεφτές
ματιές πρός τό δικό μας σπίτι, παραμιλώντας σιγανά. Πότε
πότε ἔκλεινε τά μάτια καί τό πρόσωπό της γινόταν μακρινό, 
καθώς συλλάβιζε ὀνόματα παράξενα. Ἐμεῖς, πάντως, δέν
παραλείπαμε νά τῆς δίνουμε μοῦρα ἀπ’ τήν ντουτιά2
, ὅπως
ἄλλωστε δίναμε σ’ ὅλη τή γειτονιά καί σ’ ὅποιον περαστικό
---------- 
1. τό πλαϊνό σπίτι τοῦ Κεμάλ· πρόκειται για το σπίτι του Κεμάλ
Ατατούρκ στη Θεσσαλονίκη, όπου σήμερα στεγάζεται το
τουρκικό προξενείο. 
2. ντουτιά· η συκομουριά
 
ΤΕΛΟΣ 1ΗΣ ΑΠΟ 7 ΣΕΛΙ∆ΕΣ
 
 
 
 
ΑΡΧΗ 2ΗΣ ΣΕΛΙ∆ΑΣ
μᾶς ζητοῦσε. Ἡ ξένη τά ἔτρωγε σιγανά, ἀλλά μέ ζωηρή
εὐχαρίστηση. ∆έ μᾶς φαινόταν παράξενο πού τῆς ἄρεζαν τά
μοῦρα μας τόσο πολύ. Τό δέντρο μας δέν ἦταν ἀπό τίς
συνηθισμένες μουριές, ἀπ’ αὐτές πού κάνουν ἐκεῖνα τά
ἄνοστα νερουλιάρικα μοῦρα. Τό δικό μας ἔκαμνε κάτι
μεγάλα, ξινά σά βύσσινα, καί πολύ κόκκινα στό χρώμα. 
Ἦταν δέντρο παλιό καί τεράστιο, τά κλαδιά του
ξεπερνοῦσαν τό δίπατο σπίτι μας. Μοναχά ἕνα κακό εἶχε· τά
φύλλα του ἦταν σκληρά καί οἱ μεταξοσκώληκές μου δέν
μπορούσαν νά τά φᾶνε. Ἦταν, πάντως, δέντρο φημισμένο σ’ 
ὅλο τό Ἰσλαχανέ3
κι ἀκόμα πιό πέρα. 
Τήν πρώτη φορά πού εἶχε καθίσει ἡ ἄγνωστη γυναίκα
στό κατώφλι μας, δέ σκεφτήκαμε νά τῆς προσφέρουμε
μοῦρα, ὅμως σέ λίγο μᾶς ζήτησε ἡ ἴδια λέγοντας πώς ἤθελε
νά φυτέψει τό σπόρο τους στόν μπαχτσέ4
της. Ἔφαγε μερικά
καί τά ὑπόλοιπα τά ἔβαλε σ’ ἕνα χαρτί καί ἔφυγε
καταχαρούμενη. 
Τή δεύτερη φορά θά ἦταν κατά τό τριάντα ὀχτώ, δυό
χρόνια, πάντως, μετά τήν πρώτη, δέν ἔβαλε μοῦρα στό χαρτί. 
Κάθισε καί τά ἔφαγε ἕνα ἕνα στό κατώφλι. Φαίνεται πώς ὁ
σπόρος ἀπ’ τά προηγούμενα εἶχε ἀποδώσει, ἀλλά γιά νά
δώσει καί μοῦρα ἔπρεπε, βέβαια, νά περάσουν χρόνια. Τό
δέντρο αὐτό, ὅπως ὅλα τά δέντρα πού μεγαλώνουν σιγά, ζεῖ
πολλά χρόνια καί ἀργεῖ νά καρπίσει. 
Ἡ γυναίκα ξαναφάνηκε καί τόν ἑπόμενο χρόνο, λίγο
πρίν ἀπ’ τόν πόλεμο. Ὅμως τή φορά αὐτή τῆς προσφέραμε
νερό ἀπ’ τή βρύση. Ἀρνήθηκε νά πιεῖ τό νερό. Μόλις τό
ἔφερε στό στόμα, μᾶς κοίταξε στά μάτια καί μᾶς ἔδωσε πίσω
τό γεμάτο ποτήρι. Ἐπειδή τήν εἴδαμε πολύ ταραγμένη, 
θελήσαμε νά τῆς ἐξηγήσουμε. Ὁ σιχαμένος σπιτονοικοκύρης
μας εἶχε διοχετεύσει τό βόθρο τοῦ σπιτιοῦ στό βαθύ πηγάδι. 
«Τώρα πού σᾶς ἔφερα τό νερό στίς κουζίνες σας, δέ σᾶς
χρειάζεται τό πηγάδι», μᾶς εἶχε πεῖ. Ἡ γυναίκα βούρκωσε, 
δέ μᾶς ἔδωσε ὅμως καμιά ἐξήγηση γιά τήν τόση λύπη της. Γιά
---------- 
3. Ἰσλαχανέ· περιοχή της Θεσσαλονίκης (τουρκ. σωφρονιστήριο) 
4. μπαχτσέ· περιβολάκι
 
ΤΕΛΟΣ 2ΗΣ ΑΠΟ 7 ΣΕΛΙ∆ΕΣ
 
 
 
ΑΡΧΗ 3ΗΣ ΣΕΛΙ∆ΑΣ
νά τήν παρηγορήσουμε τῆς δώσαμε περισσότερα μοῦρα κι ἡ
γιαγιά μου τῆς εἶπε κάτι πού τήν ἔκανε νά τιναχτεῖ: «Θά σοῦ
τά ἔβαζα σ’ ἕνα κουτί, ἀλλά δέ βαστᾶνε γιά μακριά». Καί
πράγματι εἴχαμε ἀρχίσει κάτι νά ὑποπτευόμαστε. Τήν ἄλλη
φορά εἴδαμε, πώς μόλις ἔφυγε ἀπό μᾶς, πῆγε δίπλα στοῦ
Κεμάλ τό σπίτι, ὅπου τήν περίμενε μιά ὁμάδα ἀπό τούρκους
προσκυνητές, πού κοντοστέκονταν στό πεζοδρόμιο. Ἐμεῖς ὥς
τότε θαρρούσαμε πώς εἶναι καμιά τουρκομερίτισσα δικιά
μας, ἀπ’ τίς πάμπολλες ἐκεῖνες, πού δέν ἤξεραν λέξη
ἑλληνικά, μιά καί ἡ ἀνταλλαγή τῶν πληθυσμῶν εἶχε γίνει με
βάση τή θρησκεία καί ὄχι τή γλώσσα. Ἡ ἀποκάλυψη αὐτή
στήν ἀρχή μᾶς τάραξε. ∆έ μᾶς ἔφτανε πού είχαμε δίπλα μας
τοῦ Κεμάλ τό σπίτι, σά μιά διαρκῆ ὑπενθύμιση τῆς
καταστροφῆς, θά εἴχαμε τώρα καί τούς τούρκους νά
μπερδουκλώνονται πάλι στά πόδια μας; Καί τί ἀκριβῶς
ἤθελε ἀπό μᾶς αὐτή ἡ γυναίκα; Πάνω σ’ αὐτό δέν
ἀπαντήσαμε, κοιταχτήκαμε ὅμως βαθιά ὑποψιασμένοι. Καί
τά ἑπόμενα λόγια μας ἔδειχναν πώς ἡ καρδιά μας ζεστάθηκε
κάπως ἀπό συμπάθεια κι ἐλπίδα. Εἴχαμε κι ἐμεῖς ἀφήσει
σπίτια κι ἀμπελοχώραφα ἐκεῖ κάτω. 
Ἡ τουρκάλα ξαναφάνηκε λίγο μετά τόν πόλεμο. Ἐμεῖς
καθόμασταν πιά σέ ἄλλο σπίτι, λίγο παραπάνω, ὅμως τήν
εἴδαμε μιά μέρα νά κάθεται κατατσακισμένη στό κατώφλι
τοῦ παλιοῦ σπιτιοῦ μας. Ὁ πρῶτος πού τήν εἶδε, ἦρθε μέσα
καί φώναξε: «ἡ τουρκάλα!» Βγήκαμε στά παράθυρα καί τήν
κοιτάζαμε μέ συγκίνηση. Παραλίγο νά τήν καλέσουμε ἀπάνω
στό σπίτι ⎯τόσο μᾶς εἶχε μαλακώσει τήν καρδιά ἡ ἐπίμονη
νοσταλγία της. Ὅμως αὐτή κοίταζε ἀκίνητη τήν κατάγυμνη
αὐλή καί τό ἔρημο σπίτι. Μιά ἰταλιάνικη μπόμπα6
εἶχε
σαρώσει τήν ντουτιά κι εἶχε ρημάξει τό καλοκαμωμένο
ξυλόδετο σπίτι, χωρίς νά καταφέρει νά τό γκρεμίσει. 
∆έν τήν ξανάδαμε ἀπό τότε. Ἦρθε – δέν ἦρθε, ἄγνωστο. 
Ἄλλωστε καί νά ’ρχότανε δέ θά ’βρισκε πιά τό κατώφλι μέ
τό ἀφράτο μάρμαρο γιά νά ξαποστάσει. Τό σπίτι εἶχε ἀπό
---------- 
6. Μιά ἰταλιάνικη μπόμπα· αναφέρεται στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο
(1940-1941) 
 
ΤΕΛΟΣ 3ΗΣ ΑΠΟ 7 ΣΕΛΙ∆ΕΣ
 
 
 
ΑΡΧΗ 4ΗΣ ΣΕΛΙ∆ΑΣ
καιρό παραδοθεῖ σέ μιά συμμορία ἐργολάβων καί στή θέση
του ὑψώθηκε μιά πολυκατοικία ἀπ’ τίς πιό φρικαλέες. Τώρα
ἑτοιμάζονται νά τήν γκρεμίσουν οἱ γελοῖοι. Ποιός ξέρει τί
μεγαλεπήβολο σχέδιο συνέλαβε πάλι τό πονηρό μυαλό τους. 
Ἄν γίνει αὐτό, θά παραφυλάγω νύχτα μέρα, ἰδίως ὅταν
τό σκάψιμο θά ἔχει φτάσει στά θεμέλια, κι ἴσως μπορέσω νά
ἐμποδίσω ἤ τουλάχιστο νά καθυστερήσω τό χτίσιμο τοῦ νέου
ἐξαμβλώματος7
. Τήν προηγούμενη φορά εἶχε βρεθεῖ ἐκεῖ στά
βάθη ἕνα θαυμάσιο ψηφιδωτό, πού ἄρχιζε ἀπ’ τό οἰκόπεδο
τοῦ δικοῦ μας σπιτιοῦ καί συνεχιζόταν πρός τό σπίτι τοῦ
Κεμάλ. Τό ψηφιδωτό αὐτό οἱ δασκαλεμένοι ἐργάτες τό
σκεπάσανε γρήγορα γρήγορα γιά νά μήν τούς σταματήσουν
οἱ ἁρμόδιοι. Πάντως, τίς ὧρες πού τό ἔβλεπε τό φῶς τοῦ
ἥλιου, γίνονταν διάφορα σχόλια ἀπ’ τήν ἔκθαμβη γειτονιά. 
Ὅλοι μιλούσανε γιά τήν ὀμορφιά καί τήν παλιά δόξα, μά
ἀνάμεσα στά δυνατά λόγια καί τίς φωνές, ἄκουσα μιά γριά
νά σιγολέει: «Στό σπίτι αὐτό καθόταν ἕνας μπέης, πού εἶχε
μιά κόρη σάν τά κρύα τά νερά. Κυλιόταν κάτω, ὅταν
φεύγανε, φιλοῦσε τό κατώφλι. Τέτοιο σπαραγμό δέν
ματαεῖδα». 
---------- 
7. ἐξάμβλωμα· έκτρωμα, κάθε τι το τερατώδες ή κακότεχνο
 
 
 
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
 
Α1. Ο Γ. Ιωάννου αντλεί τα θέματά του κυρίως από τα παιδικά
του χρόνια, τον κόσμο της προσφυγιάς, τον πόλεμο, τη
Θεσσαλονίκη, τον τρόπο ζωής των απλών ανθρώπων. Για
καθεμιά από τις παραπάνω περιπτώσεις να γράψετε ένα
αντίστοιχο παράδειγμα μέσα από το κείμενο. 
Μονάδες 15 
 
 
Β1.α) Ο Αναστάσης Βιστωνίτης παρατηρεί ότι στα πεζογραφήματα
του Γ. Ιωάννου «ο αφηγητής είναι η κυρίαρχη ατομική
συνείδηση». Να αναφέρετε δύο στοιχεία που μπορούν να
στηρίξουν την άποψη αυτή, καθώς και ένα παράδειγμα μέσα
από το κείμενο, για καθένα από αυτά. (Μονάδες 8) 
 
ΤΕΛΟΣ 4ΗΣ ΑΠΟ 7 ΣΕΛΙ∆ΕΣ
 
 
ΑΡΧΗ 5ΗΣ ΣΕΛΙ∆ΑΣ
 
β) Να επισημάνετε στο κείμενο τα τρία βασικά χρονικά επίπεδα
πάνω στα οποία οργανώνεται η αφήγηση και να τα
σχολιάσετε συνοπτικά με αναφορές στο κείμενο. 
(Μονάδες 12) 
Μονάδες 20 
 
 
Β2.α) Να ερμηνεύσετε το νόημα των μεταφορών: κλεφτές ματιές(§ 2)
, κάθεται κατατσακισμένη στο κατώφλι (§ 6), είχε μαλακώσει την καρδιά (§ 6η),
κατάγυμνη αυλή (§ 6η), αφράτο μάρμαρο (§ 7η). (Μονάδες 10)
 
β) Στην 7η παράγραφο: «∆εν την ξανάδαμε από τότε ... μυαλό
τους», να εντοπίσετε την ειρωνεία του αφηγητή και να
σχολιάσετε σύντομα τη σκοπιμότητά της. (Μονάδες 10) 
Μονάδες 20 
 
Γ1.α) Σε κάθε επίσκεψή της στο σπίτι η γυναίκα παραμένει
στο κατώφλι της αυλής. Να εξηγήσετε σε μία παράγραφο τους
λόγους της παραμονής της στο συγκεκριμένο χώρο. 
(Μονάδες 12) 
 
β) « ἀνάμεσα στά δυνατά λόγια καί τίς φωνές, ἄκουσα μιά γριά
νά σιγολέει: “Στό σπίτι αὐτό καθόταν ἕνας μπέης, πού εἶχε
μιά κόρη σάν τά κρύα τά νερά. Κυλιόταν κάτω, ὅταν
φεύγανε, φιλοῦσε τό κατώφλι. Τέτοιο σπαραγμό δέν
ματαεῖδα”»: Να σχολιάσετε σε μία παράγραφο το
περιεχόμενο του ανωτέρω αποσπάσματος. (Μονάδες 13)
Μονάδες 25 
 
 
∆1. Να συγκρίνετε, ως προς το περιεχόμενο, το πεζογράφημα του
Γ. Ιωάννου «Στοῦ Κεμάλ τό Σπίτι» με το απόσπασμα που
ακολουθεί από την «Ἀπογραφή ζημιῶν» του ίδιου
συγγραφέα. 
Μονάδες 20 
 
∆ίπλα στό «Ἀκρόπολις» καί μέχρι τήν ὁδό Πλάτωνος ἦταν
στή σειρά σπίτια μικρά καί παμπάλαια, ὅπου μέχρι καί τήν
Κατοχή κατοικούσανε οἰκογένειες Ἑβραίων. Αὐτά, μέ τό
ξενοδοχεῖο μαζί, σχημάτιζαν τή βορινή πλευρά τῆς πλατείας, 
πού σήμερα ὀνομάζεται «Μακεδονομάχων». Τά Σάββατα
 
ΤΕΛΟΣ 5ΗΣ ΑΠΟ 7 ΣΕΛΙ∆ΕΣ
 
 
 
ΑΡΧΗ 6ΗΣ ΣΕΛΙ∆ΑΣ
γριές Ἑβραίισες, μέ τίς πατροπαράδοτες ἀτλαζένιες(1)
φορεσιές τῆς Καστίλλιας, στεκόντουσαν στίς ἐξώπορτες μέ
σταυρωμένα τά χέρια, γιά νάπεράσει ἥσυχα καί ἀναμάρτητα
ἡ ἅγια ἀργία(2)
. Τά σπίτια αὐτά, ἄν δέν εἶχαν προλάβει νά τά
κατεδαφίσουν οἱ ἐργολάβοι, θά τά κατεδάφιζαν τώρα
ὁπωσδήποτε οἱ στρατιωτικές μπουλντόζες, σέ συνεργασία, 
βέβαια, μέ τούς πολιτικούς μηχανικούς καί τούς ἄλλους
σπουδαίους, πού δέν ξέρω τί νά πῶ, ἀλλά σάν πολύ εὔκολα, 
προκειμένου γιά παλαιά σπίτια, σημειώνουν τήν ἔνδειξη
«κατεδαφιστέον». Θαρρεῖς καί τό θεωροῦν ὅλοι τους
εὐκαιρία νά ἐξωραΐσουν τήν πόλη κατά τά γοῦστα τους καί
τά πρότυπά τους, ἀπαλλάσσοντάς την ἀπό τίς ἐνοχλητικές
αὐτές παλιατσαρίες(3)
, πού πλαισιώνουν, καί πολύ ταιριαχτά
μάλιστα, τά βυζαντινά μνημεῖα καί τούς χώρους τῆς παλαιᾶς
ζωῆς. Ἔτσι σαρώθηκε σιγά σιγά, ἀπό χρόνια, ὅλη ἡ παλιά
γειτονιά ἡ γύρω ἀπό τή Ροτόντα, δηλαδή ἡ παλιά ἑλληνική
συνοικία τῆς Καμάρας, αὐτή πού ἔδινε τόν τόνο καί τά
ἐπιχειρήματα, καί ἀφέθηκε ὁ τόπος ἐλεύθερος γιά νά
φωτογραφίζουν οἱ τουρίστες μέ ἄνεση τή Ροτόντα. 
(Γιώργου Ιωάννου, «Ἀπογραφή ζημιῶν», από τη συλλογή Το δικό
μας αίμα, 1980) 
---------- 
1. ατλαζένιες: γυαλιστερές
2. άγια αργία: εννοεί την ημέρα του Σαββάτου, ημέρα αργίας για τους
Εβραίους
3. παλιατσαρίες: σύνολα παλαιών, φθαρμένων ή και άχρηστων αντικειμένων
ΤΕΛΟΣ 6ΗΣ ΑΠΟ 7 ΣΕΛΙ∆ΕΣ
 
 
 

 

2011: Δ.ΣΟΛΩΜΟΥ, Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ

 

ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ∆ΑΣ – Γ΄ ΗΜΕΡΗΣΙΩΝ

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ΄ ΤΑΞΗΣ

ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ

∆ΕΥΤΕΡΑ 16 ΜΑΪΟΥ 2011

ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

ΣΥΝΟΛΟ ΣΕΛΙ∆ΩΝ: ΠΕΝΤΕ (5)

 

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

∆ιονύσιος Σολωμός

 

Ὁ Κρητικός

 

1 [18.]

....................................................................................

....................................................................................

Ἐκοίταα, κι ἤτανε μακριά ἀκόμη τ’ ἀκρογιάλι·

«Ἀστροπελέκι μου καλό, γιά ξαναφέξε πάλι!»

Τρία ἀστροπελέκια ἐπέσανε, ἕνα ξοπίσω στ’ ἄλλο

Πολύ κοντά στήν κορασιά μέ βρόντημα μεγάλο·

5) Τά πέλαγα στήν ἀστραπή κι ὁ οὐρανός ἀντήχαν, [1]

Οἱ ἀκρογιαλιές καί τά βουνά μ’ ὅσες φωνές κι ἄν εἶχαν.

 

2 [19.]

Πιστέψετε π’ ὅ,τι θά πῶ εἶν’ ἀκριβή ἀλήθεια,

Μά τές πολλές λαβωματιές πού μὄφαγαν τά στήθια,

Μά τούς συντρόφους πὄπεσαν στήν Κρήτη πολεμώντας,

Μά τήν ψυχή πού μ’ ἔκαψε τόν κόσμο ἀπαρατώντας.

5) (Λάλησε, Σάλπιγγα! κι ἐγώ τό σάβανο τινάζω,

Καί σχίζω δρόμο καί τς ἀχνούς [2] ἀναστημένουςκράζω:

«Μήν εἴδετε τήν ὀμορφιά πού τήν Κοιλάδα ἁγιάζει;

Πέστε, νά ἰδεῖτε τό καλό ἐσεῖς κι ὅ,τι σᾶς μοιάζει.

Καπνός δέ μένει ἀπό τή γῆ· νιός οὐρανός ἐγίνη·

10) Σάν πρῶτα ἐγώ τήν ἀγαπῶ καί θά κριθῶ μ’ αὐτήνη.

− Ψηλά τήν εἴδαμε πρωί· τῆς τρέμαν τά λουλούδια

Στή θύρα τῆς Παράδεισος πού ἐβγῆκε μέ τραγούδια·

Ἔψαλλε τήν Ἀνάσταση χαροποιά ἡ φωνή της,

 

 

[1]αντήχαν = αντηχούσαν.

[2]ἀχνός = αμυδρή φιγούρα, έτοιμη να σβήσει.

 

 

ΤΕΛΟΣ 1ΗΣ ΑΠΟ 5 ΣΕΛΙ∆ΕΣ

ΑΡΧΗ 2ΗΣ ΣΕΛΙ∆ΑΣ – Γ΄ ΗΜΕΡΗΣΙΩΝ

Κι ἔδειχνεν ἀνυπομονιά γιά νά ’μπει στό κορμί της·

15) Ὁ οὐρανός ὁλόκληρος ἀγρίκαε σαστισμένος,

Τό κάψιμο ἀργοπόρουνε ὁ κόσμος ὁ ἀναμμένος·

Καί τώρα ὀμπρός [3] τήν εἴδαμε· ὀγλήγορα σαλεύει·

Ὅμως κοιτάζει ἐδῶ κι ἐκεῖ καί κάποιονε γυρεύει»).

 

 

3 [20.]

Ἀκόμη ἐβάστουνε ἡ βροντή.....................................

Κι ἡ θάλασσα, πού σκίρτησε σάν τό χοχλό πού βράζει, [4]

Ἡσύχασε καί ἔγινε ὅλο ἡσυχία καί πάστρα, [5]

Σάν περιβόλι εὐώδησε κι ἐδέχτηκε ὅλα τ’ἄστρα·

5) Κάτι κρυφό μυστήριο ἐστένεψε [6] τή φύση

Κάθε ὀμορφιά νά στολιστεῖ καί τό θυμό ν’ ἀφήσει.

∆έν εἶν’ πνοή στόν οὐρανό, στή θάλασσα, φυσώντας

Οὔτε ὅσο κάνει στόν ἀνθό ἡ μέλισσα περνώντας,

Ὅμως κοντά στήν κορασιά, πού μ’ ἔσφιξε κι ἐχάρη,

10) Ἐσειότουν τ’ ὁλοστρόγγυλο καί λαγαρό φεγγάρι·

Καί ξετυλίζει ὀγλήγορα κάτι πού ἐκεῖθε βγαίνει,

Κι ὀμπρός μου ἰδού πού βρέθηκε μία φεγγαροντυμένη.

Ἔτρεμε τό δροσάτο φῶς στή θεϊκιά θωριά της,

Στά μάτια της τά ὁλόμαυρα καί στά χρυσά μαλλιά της.

 

 

 

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

Α1. Να αναφέρετε ονομαστικά τρία από τα κύρια θέματα της

Επτανησιακής Σχολής και για το καθένα να γράψετε ένα

παράδειγμα από το ποιητικό κείμενο του ∆ιονυσίου Σολωμού

που σας δόθηκε.

Μονάδες 15

 

Β1. Σύμφωνα με την Ελένη Τσαντσάνογλου, ένα από τα

γνωρίσματα του σολωμικού έργου είναι ότι ο ποιητής

συνθέτει τη φυσική και τη μεταφυσική πραγματικότητα.

 

 

[3] τώρα ομπρός = μόλις, πριν από λίγο.

 

[4]σκίρτησε = «σκιρτούσε»: αναταρασσόταν, χοχλός =κοχλασμός, βράσιμο.

[5]πάστρα =καθαρότητα, διαύγεια.

[6]ἐστένεψε = επιβλήθηκε (στην φύση), την ανάγκασε.

 

ΤΕΛΟΣ 2ΗΣ ΑΠΟ 5 ΣΕΛΙ∆ΕΣ

 

 

ΑΡΧΗ 3ΗΣ ΣΕΛΙ∆ΑΣ – Γ΄ ΗΜΕΡΗΣΙΩΝ

 

α) Να εντοπίσετε και να σχολιάσετε δύο εικόνες του

κειμένου που να επιβεβαιώνουν την παραπάνω

άποψη. (μονάδες 10)

 

β) Γιατί, κατά τη γνώμη σας, ο ποιητής επιλέγει να

αναγάγει στο απόσπασμα 2 [19.] τη λυρική του

αφήγηση σε επίπεδο μεταφυσικό; (μονάδες 10)

Μονάδες 20

 

 

Β2. Στο απόσπασμα 3 [20.] ο Σολωμός αναπτύσσει το μοτίβο της

σιγής του κόσμου πριν από τη θεία επιφάνεια. Να βρείτε δύο

εκφραστικά μέσα με τα οποία αποδίδεται το μοτίβο αυτό στο

συγκεκριμένο απόσπασμα (μονάδες 10) και να τα αναλύσετε

(μονάδες 10).

Μονάδες 20

 

 

Γ1. Να σχολιάσετε τους παρακάτω στίχους:

α) «Ἀστροπελέκι μου καλό, γιά ξαναφέξε πάλι!»

Τρία ἀστροπελέκια ἐπέσανε, ἕνα ξοπίσω στ’ ἄλλο

Πολύ κοντά στήν κορασιά μέ βρόντημα μεγάλο·

 (σε μία παράγραφο 80 – 100 λέξεων) (μονάδες 15)

 

β) Ἔψαλλε τήν Ἀνάσταση χαροποιά ἡ φωνή της,

Κι ἔδειχνεν ἀνυπομονιά γιά νά ’μπει στό κορμί

της· (σε μία παράγραφο 60 – 80 λέξεων)

(μονάδες 10)

Μονάδες 25

 

 

 

∆1. Στο παρακάτω απόσπασμα από το ποίημα του Γεράσιμου

Μαρκορά «Ο Όρκος» ο Μάνθος (ήρωας της Κρητικής

επανάστασης των ετών 1866-1869, που έχει σκοτωθεί στο

ολοκαύτωμα του Αρκαδίου) απευθύνεται στην ετοιμοθάνατη

αγαπημένη του. Να συγκρίνετε ως προς το περιεχόμενο το

απόσπασμα αυτό του Μαρκορά με το κείμενο του

«Κρητικού» που σας δόθηκε.

Μονάδες 20

 

Ἄκου, Εὐδοκιά! [1] – Σὰν ἔπαψαν στὸ οὐράνιο περιγιάλι

Τοῦ φτάσιμού μας ᾑ χαραίς [2] - ὠιμέ! – τὰ μύρια κάλλη

 

ΤΕΛΟΣ 3ΗΣ ΑΠΟ 5 ΣΕΛΙ∆ΕΣ

ΑΡΧΗ 4ΗΣ ΣΕΛΙ∆ΑΣ – Γ΄ ΗΜΕΡΗΣΙΩΝ

ΤΕΛΟΣ 4ΗΣ ΑΠΟ 5 ΣΕΛΙ∆ΕΣ

Ποῦ [3] μ’ ἕνα βλέμμα ἐξάνοιξα [4]τριγύρου σκορπισμένα,

Χλωμὰ καὶ κρύα μοῦ φάνηκαν, θυμούμενος ἐσένα.

Ἐπῆρα δρόμο μακρυνό. Σὰν πότε θὰ σὲ φέρῃ

Στὴν ἀγκαλιά μου ὁ Θάνατος ρωτοῦσα κάθε ἀστέρι,

Καὶ ὀμπρὸς ἀπέρναα [5]κ’ ἔκανα σὲ Ἀνατολὴ καὶ ∆ύση

Τὸ ἀγαπητό σου τ’ ὄνομα γλυκὰ νὰ ἠχολογήσῃ.

Σὲ πλάγι οὐράνιο, ποῦ ψυχὴ δὲν ἤτανε κἀμμία,

Θλιμμένος χάμου ἐκάθισα. Στὴ μοναξιὰ τὴ θεία

Τὰ πρῶτα τῆς ἀγάπης μας εὐτυχισμένα χρόνια

Μοῦ φτερουγιάζανε ὀμπροστά, σὰν τόσα χελιδόνια.

Στὰ μέρη, ποὖχαν μᾶς ἰδῇ [6] τόσαις φοραὶς ἀντάμα,

Ὁ νοῦς μου ξαναγύριζε – κ’ ἰδὲς θαυμάσιο πρᾶμα! –

Ὅ,τι θωροῦσε ὁ λογισμὸς ἔπαιρνε σῶμα ὀμπρός μου,

Ὁποῦ [7]δὲν εἶναι πρόσκαιρο, σὰν τ’ ἄλλα ἐδῶ τοῦ κόσμου.

..................................................................................................

Ὤ! πᾶμε, ἀγάπη μου γλυκειά! πᾶμε, ὁ καιρὸς μᾶς βιάζει!

∆ὲν εἶναι χόρτο ἢ λούλουδο ποῦ ἐκεῖ νὰ μὴ σὲ κράζῃ·

Ἐκεῖ ἀπὸ χρόνια ἡ μάννα σου καὶ ὁ δοξαστός σου κύρης

Τὴ θεία φτεροῦγα τῆς ψυχῆς ἀκαρτεροῦν νὰ γύρῃς.

Πᾶμε! – ὁ καλὸς Ἡγούμενος [8], οἱ Κρητικοί μας ὅλοι

Θὰ ἰδῇς ποῦ θἄρχωνται συχνὰ στ’ὡραῖο σου περιβόλι,

Καὶ θ’ἀγροικήσῃς ἀπ’ αὐτούς, ποῦ γύρω μαζωμένοι

Στὴ χλωρασιὰ [9]θὰ κάθωνται, τί μάχαις ἔχουν γένῃ,

Καὶ πόσα ἐβάψαν αἵματα κάθε βουνὸ τῆς Κρήτης,

Πρὶν σκύψῃ πάλε στὸ ζυγὸ τὴν ἔρμη κεφαλή της.

 

Π.∆. Μαστροδημήτρης, Ο Όρκος του Μαρκορά, Εκδόσεις Κανάκη, σσ.

140-141.

 

1. Εὐδοκιά: το όνομα της αγαπημένης του Μάνθου

2. ᾑ χαραίς: οι χαρές

3. ποῦ: που

4. ἐξάνοιξα: είδα, διέκρινα

5. ἀπέρναα: περνούσα

6. ποὖχαν μᾶς ἰδῇ: που μας είχαν δει

7. Ὁποῦ: που

8. Ἡγούμενος: ο ηγούμενος του Αρκαδίου

9. χλωρασιά: βλάστηση, πρασινάδα