Καβάφης

 
Κ.Π.Καβάφης
 
 
Για τη γλώσσα του:
 
(Γράφει ο  Γιώργος Βελουδής:)

« Ο Καβάφης δεν μπορούσε να υποτάξει τις καλλιτεχνικές-ποιητικές εκφραστικές του ανάγκες σε ένα «γλωσσικό μοντέλο»
Το ερώτημα: «ήξερε ο Καβάφης ελληνικά;» το προκάλεσε η διαβόητη, για το δογματισμό της , απόφανση του Σεφέρη για τους «τρεις ποιητές μας», Σολωμό, Κάλβο και Καβάφη, που «δεν ήξεραν ελληνικά».
Σε μια πρόσφατη μελέτη μου για τη γλώσσα του Σολωμού παρατηρούσα ότι η προκλητική αυτή παρέμβαση του Σεφέρη συνεξέφραζε, την ιστορική εκείνη στιγμή (1936/37), «τη νέα προσπάθεια για την επίσημη, εκ των άνω, επιβολή της νέας, “δημοτικής”, “εθνικής” κοινής με τη Νεοελληνική Γραμματική (1941) του Μ. Τριανταφυλλίδη, της οποίας προπαγανδιστής και πάτρωνας ήταν ακριβώς ο ανώτατος πολιτικός προϊστάμενος (και) του Σεφέρη: ο Ι. Μεταξάς».
Ο Καβάφης και οι άλλοι δύο συγκατηγορούμενοί του στο έκτακτο γλωσσοδικείο του Σεφέρη είχαν, παρά τις μεγάλες διαφορές μεταξύ τους, ένα κοινό γνώρισμα: ήταν και οι τρεις  Έλληνες  της Διασποράς, που είχαν περάσει όλη τη ζωή τους, όπως π.χ. και ο Κοραής, έξω από την Ελλάδα, σ’ ένα πολυγλωσσικό περιβάλλον, ήταν και οι τρεις πολύγλωσσοι και είχαν την εξαιρετική τύχη να μην πάνε ποτέ σ’ ελληνικό σχολείο – και επομένως δεν ήταν καθόλου προδιατεθειμένοι να ξαπλώσουν, μετά θάνατον και παρά τη θέλησή τους, στη «δημοτικιστική» κλίνη του Μεταξά, του Σεφέρη, του Τριανταφυλλίδη ή οποιουδήποτε άλλου Προκρούστη της γλωσσικής «εθνικής ενότητας».
Θα συνοψίσω εδώ, προκαταβολικά, τα πορίσματα μιας συστηματικότερης μελέτης για τη γλώσσα (της ποίησης) του Καβάφη:
α) Το γλωσσικό μίγμα των ελλήνων εμπόρων της Διασποράς αποτελούσε τη βάση της γλώσσας του Καβάφη.
β) Η ποιητική γλώσσα του Καβάφη αποτελεί ένα μίγμα, του οποίου βασικό υλικό είναι η μητρική του γλώσσα και η γλώσσα που μιλιόταν στο άμεσο κοινωνικό του περιβάλλον· σ’ αυτό έχουν προσμιχθεί γλωσσικά στοιχεία που έχουν αντληθεί από τους αρχαίους και τους μεσαιωνικούς έλληνες συγγραφείς, που διάβαζε ο Καβάφης.
γ) Το γλωσσικό αυτό μίγμα υποστηρίζεται θεωρητικά από την αντίληψη του Καβάφη για τη συνέχεια της ελληνικής γλώσσας – μια αντίληψη που εκτείνεται σ’ ολόκληρη την ελληνική ιστορία.
δ) Ο Καβάφης έμεινε συνειδητά αμέτοχος στο «γλωσσικό αγώνα» που πυροδότησε το Ταξίδι (1888) του Ψυχάρη · 
ε) Ο Καβάφης δεν μπορούσε να υποτάξει τις καλλιτεχνικές-ποιητικές εκφραστικές του ανάγκες σε ένα «γλωσσικό μοντέλο» – ούτε του Κοραή, του Κόντου ή του Ψυχάρη.
Ένα  υποτιθέμενο γλωσσικό «λάθος», η χρήση του «λανθασμένου» λαϊκού τύπου της προστακτικής « επέστρεφε»  στο ομότιτλο ποιητικό μικρογράφημα του Καβάφη (1904/1909/1912), που προξένησε τόση αμηχανία στους μελετητές του, μπορεί να ερμηνευτεί ως ένα αριστοτεχνικό εκφραστικό μέσο της ποιητικής του: Ο Καβάφης ήξερε, βέβαια, και τον ορθό τύπο της προστακτικής επίστρεφε, επέλεξε όμως, μ’ εξαιρετική ποιητική ευφυΐα, το λαϊκό  «επέστρεφε», για να εκφράσει, και «φωνητικά», την έννοια της «επανάληψης».
Ο Καβάφης ήξερε την (αρχαία, μεσαιωνική και νέα) ελληνική γλώσσα, όπως άλλωστε και τη μετρική, πολύ καλύτερα από το Σεφέρη και τους άλλους πτυχιούχους της Νομικής: σαν επιστήμονας γλωσσολόγος.»
 
 
 
 
 
Για την Καβαφική "Μελαγχολία" :
 
Ας δούμε πώς τοποθετείται στο θέμα αυτό οΝικήτας Παρίσης στο βιβλίο του «Κ. Π. Καβάφης, σχόλια σε ποιητικά κείμενα» (εκδ. Μεταίχμιο, 2003, σελ. 24-5):
« Ο Καβάφης δεν είναι ο ποιητής της λυρικής αιθρίας και της ρητορικής έξαρσης· ούτε ο ποιητής που προκαλεί την εύκολη συναισθηματική διέγερση ή και διάχυση. Η ποίησή του δε δονεί τις εύκρουστες και τις πάνω χορδές της ψυχής. Δε σκορπίζει τον αναγνώστη ούτε τον κάνει να πάλλεται αστόχαστα και απερίσκεπτα. Τον συγκρατεί σε μια προκαθορισμένη και σταδιακά ανελισσόμενη ένταση στοχαστικής ευστάθειας. Δεν εισβάλλει απότομα και άμεσα στην ψυχική ενδοχώρα του αναγνώστη. Τον συνεπαίρνει σταδιακά με μια διαδικασία έντεχνα σκηνοθετημένης και αργόσυρτης ή και υπόκωφης υποβολής. Ακόμα και στα κάπως πιο γκρίζα ποιήματα, σ’ αυτά που εγγράφεται έγκλειστος, ο ηττημένος και ο δαπανημένος άνθρωπος, ο αναγνώστης δε βουλιάζει στο μαύρο χρώμα· δεν αισθάνεται να τον πνίγει ο κλοιός μιας συναισθηματικής-ψυχικής ασφυξίας. Ο ηττημένος στον Καβάφη διατηρεί μιαν αξιοπρέπεια ή ακόμα και κάποια καύχηση». 
 
Όπως το λέει, άλλωστε κι ο Λίνος Πολίτης στην «Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας» του, « Μια σοβαρότητα και μια βαρυθυμία· δε θα βρούμε στον Καβάφη την εύθυμη νότα, την ευφρόσυνη πολυχρωμία . (…) Το καίριο είναι η συνειδητοποίηση της δραματικής ουσίας της ζωής, η αίσθηση της παρακμής και της ματαιότητας. Η τραγική όμως αυτή συναίσθηση δεν οδηγεί στη διάλυση και στην απιστία· το αίσθημα της αξιοπρέπειας και της υπερηφάνειας, η βαθύτερη συνείδηση του ανθρώπου, αποτελούν το αντίρροπο και θεμελιώνουν την πίστη και τη σωτηρία»