Θεματογραφία Αρχαίας Ελληνικής

 

 

 

Ἐκεῖ δ΄ ἐπύθοντο ὅτι Μίνδαρος ἐν Κυζίκῳ εἴη καὶ Φαρνάβαζος μετὰ τοῦ πεζοῦ. Ταύτην μὲν οὖν τὴν ἡμέραν αὐτοῦ ἔμειναν, τῇ δὲ ὑστεραίᾳ Ἀλκιβιάδης ἐκκλησίαν ποιήσας παρεκελεύετο αὐτοῖς ὅτι ἀνάγκη εἴη καὶ ναυμαχεῖν καὶ πεζομαχεῖν καὶ τειχομαχεῖν. Οὐ γὰρ ἔστιν, ἔφη, χρήματα ἡμῖν, τοῖς δὲ πολεμίοις ἄφθονα παρὰ βασιλέως. Τῇ δὲ προτεραίᾳ, ἐπειδὴ ὡρμίσαντο, τὰ πλοῖα πάντα καὶ τὰ μικρὰ συνήθροισε παρ΄  ἑαυτόν, ὅπως μηδεὶς ἐξαγγείλαι τοῖς πολεμίοις τὸ πλῆθος τῶν νεῶν, ἐπεκήρυξέ τε, ὃς ἂν ἁλίσκηται εἰς τὸ πέραν διαπλέων, θάνατον τὴν ζημίαν. Μετὰ δὲ τὴν ἐκκλησίαν παρασκευασάμενος ὡς ἐπὶ ναυμαχίαν ἀνηγάγετο ἐπὶ τὴν Κύζικον ὕοντος πολλῷ. Ἐπειδὴ δ΄ ἐγγὺς τῆς Κυζίκου ἦν, αἰθρίας γενομένης καὶ τοῦ ἡλίου ἐκλάμψαντος καθορᾷ τὰς τοῦ Μινδάρου ναῦς γυμναζομένας πόρρω τοῦ λιμένος καὶ ἀπειλημμένας ὑπ΄ αὐτοῦ, ἑξήκοντα οὔσας.

(Ξενοφῶντος, Ἑλληνικά, Α΄ , 1 , 14-16)

τῇ ὑστεραίᾳ                               : την επόμενη μέρα

τῇ προτεραίᾳ                              : την προηγούμενη μέρα

τὸ πέραν                                   : η απέναντι στεριά

ἐπικηρύσσω θάνατον τὴν ζημίαν     : ορίζω ως ποινή τον θάνατο

ἀνάγομαι                                   : αποπλέω

ὕει                                           : βρέχει

αἰθρία                                       : καλοκαιρία

ἀπολαμβάνομαι                            : χωρίζομαι σε δύο τμήματα

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Οἱ δ΄ Ἀθηναῖοι ὡς οὐδὲν ἐδύναντο διαπράξασθαι κατ΄ ἰσχύν, ἔπεισάν τινας τῶν Βυζαντίων προδοῦναι τὴν πόλιν. Κλέαρχος δὲ ὁ ἁρμοστὴς οἰόμενος οὐδένα ἂν τοῦτο ποιῆσαι, καταστήσας δὲ ἅπαντα ὡς ἐδύνατο κάλλιστα καὶ ἐπιτρέψας τὰ ἐν τῇ πόλει Κοιρατίδᾳ καὶ Ἑλίξῳ, διέβη παρὰ τὸν Φαρνάβαζον εἰς τὸ πέραν, μισθόν τε τοῖς στρατιώταις παρ΄ αὐτοῦ ληψόμενος καὶ ναῦς συλλέξων, αἳ ἦσαν ἐν τῷ Ἑλλησπόντῳ ἄλλαι ἄλλῃ καταλελειμμέναι φρουρίδες ὑπὸ Πασιππίδου καὶ ἃς Ἀγησανδρίδας εἶχεν ἐπὶ Θρᾴκης, ἐπιβάτης ὢν Μινδάρου, καὶ ὅπως καὶ ἐν Ἀντάνδρῳ ἄλλαι ναυπηγηθείησαν, ἀθρόαι δὲ γενόμεναι πᾶσαι κακῶς τοὺς συμμάχους τῶν Ἀθηναίων ποιοῦσαι ἀποσπάσειαν τὸ στρατόπεδον ἀπὸ τοῦ Βυζαντίου.

(Ξενοφῶντος, Ἑλληνικά, Α΄ , 3 , 16-17)

κατ΄ ἰσχύν                                   : με τη βία

καθίστημί τι                                : τακτοποιώ κάτι

ἄλλαι ἄλλῃ καταλελειμμέναι ἦσαν    : ήταν διασκορπισμέν(-α) σε διάφορα σημεία

φρουρίς (ἡ)                                 : πλοίο περιφρούρησης

ἐπιβάτης                                     : υπασπιστής

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Φαρνάβαζος δὲ καὶ οἱ πρέσβεις τῆς Φρυγίας ἐν Γορδίῳ ὄντες τὸν χειμῶνα τὰ περὶ τὸ Βυζάντιον πεπραγμένα ἤκουσαν. Ἀρχομένου δὲ τοῦ ἔαρος πορευομένοις αὐτοῖς παρὰ βασιλέα ἀπήντησαν καταβαίνοντες οἵ τε Λακεδαιμονίων πρέσβεις, Βοιώτιος ὄνομα καὶ οἱ μετ΄ αὐτοῦ καὶ οἱ ἄλλοι ἄγγελοι, καὶ ἔλεγον ὅτι οἱ Λακεδαιμόνιοι  ὧν δέονται πεπραγότες εἶεν παρὰ βασιλέως καὶ Κῦρος, ἄρξων πάντων τῶν ἐπὶ θαλάττῃ καὶ συμπολεμήσων Λακεδαιμονίοις, ἐπιστολήν τε ἔφερε τοῖς κάτω πᾶσι τὸ βασίλειον σφράγισμα ἔχουσαν, ἐν ᾗ ἐνῆν καὶ τάδε· «Καταπέμπω Κῦρον κάρανον τῶν εἰς Καστωλὸν ἁθροιζομένων.» Τὸ δὲ «κάρανόν» ἐστι κύριον. Ταῦτ΄ οὖν ἀκούοντες οἱ τῶν Ἀθηναίων πρέσβεις, καὶ ἐπειδὴ Κῦρον εἶδον, ἐβούλοντο μάλιστα μὲν παρὰ βασιλέα ἀναβῆναι, εἰ δὲ μή, οἴκαδε ἀπελθεῖν.

(Ξενοφῶντος, Ἑλληνικά, Α΄ , 4 , 1-4)

ἀπαντῶ τινι                                 : συναντώ κάποιον

πράττομαί τι                                : κατορθώνω κάτι

βασίλειον σφράγισμα                     : βασιλική σφραγίδα

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ἐνταῦθα δὴ κατά τε τοῦ Τισσαφέρνους ἔλεγον ἃ πεποιηκὼς εἴη, αὐτοῦ τε Κύρου ἐδέοντο ὡς προθυμοτάτου πρὸς τὸν πόλεμον γενέσθαι. Κῦρος δὲ τόν τε πατέρα ἔφη ταῦτα ἐπεσταλκέναι καὶ αὐτὸς οὐκ ἄλλ΄ ἐγνωκέναι, ἀλλὰ ταῦτα ποιήσειν· ἔχων δὲ ἥκειν τάλαντα πεντακόσια· ἐὰν δὲ ταῦτα ἐκλίπῃ, τοῖς ἰδίοις χρήσεσθαι ἔφη, ἃ ὁ πατὴρ αὐτῷ ἔδωκεν· ἐὰν δὲ καὶ ταῦτα, καὶ τὸν θρόνον κατακόψειν ἐφ΄ οὗ ἐκάθητο, ὄντα ἀργυροῦν καὶ χρυσοῦν. Οἱ δὲ ταῦτ΄ ἐπῄνουν καὶ ἐκέλευον αὐτὸν τάξαι τῷ ναύτῃ δραχμὴν Ἀττικήν, διδάσκοντες ὅτι, ἂν οὗτος ὁ μισθὸς γένηται, οἱ τῶν Ἀθηναίων ναῦται ἀπολείψουσι τὰς ναῦς καὶ μείω χρήματα ἀναλώσει. Ὁ δὲ καλῶς μὲν ἔφη αὐτοὺς λέγειν, οὐ δυνατὸν δ΄ εἶναι παρ΄ ἃ βασιλεὺς ἐπέστειλεν αὐτῷ ἄλλα ποιεῖν.

(Ξενοφῶντος, Ἑλληνικά, Α΄ , 5 , 2-5)

ἐπιστέλλω τινί τι                         : διατάσσω σε κάποιον κάτι

γιγνώσκω τι                                : έχω μια γνώμη

κατακόπτω τι                              : λιώνω κάτι για να κόψω νομίσματα

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ἐν μὲν οὖν τοῖς πρὸ τούτων χρόνοις ὡσανεὶ σποράδας εἶναι συνέβαινε τὰς τῆς οἰκουμένης πράξεις διὰ τὸ καὶ κατὰ τὰς ἐπιβολὰς μὲν ἔτι δὲ συντελείας αὐτῶν ὁμοίως δὲ καὶ κατὰ τοὺς τόπους διαφέρειν ἕκαστα τῶν πεπραγμένων· ἀπὸ δὲ τούτων τῶν καιρῶν οἰονεὶ σωματοειδῆ συμβαίνει γίνεσθαι τὴν ἱστορίαν, συμπλέκεσθαί τε τὰς Ἰταλικὰς καὶ Λιβυκὰς πράξεις ταῖς τε κατὰ τὴν Ἀσίαν καὶ ταῖς Ἑλληνικαῖς, καὶ πρὸς ἓν γίνεσθαι τέλος τὴν ἀναφορὰν ἁπάντων. Διὸ καὶ τὴν ἀρχὴν τῆς αὐτῶν πραγματείας ἀπὸ τούτων πεποιήμεθα τῶν καιρῶν· τῷ γὰρ προειρημένῳ πολέμῳ κρατήσαντες Ῥωμαῖοι Καρχηδονίων, καὶ νομίσαντες τὸ κυριώτατον καὶ μέγιστον μέρος αὑτοῖς ἠνύσθαι πρὸς τὴν τῶν ὅλων ἐπιβολήν, οὕτως καὶ τότε πρῶτον ἐθάρσησαν ἐπὶ τὰ λοιπὰ τὰς χεῖρας ἐκτείνειν καὶ περαιοῦσθαι μετὰ δυνάμεως εἴς τε τὴν Ἑλλάδα καὶ τοὺς κατὰ τὴν Ἀσίαν τόπους.

(Πολυβίου, Ἱστορίαι, Α΄ , 3 , 3-6)

σποράς-άδος (ἡ)                            : σποραδικός

ἐπιβολαί - συντέλειαι                     : έναρξη – τέλος

οἰονεὶ σωματοειδής                       : σα ζωντανός οργανισμός

ἀνύομαι                                       : κατορθώνομαι

ἐπιβολή                                       : επιχείρηση

περαιοῦμαι                                   : διαπεραιώνομαι

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

        Καθόλου μὲν γὰρ ἔμοιγε δοκοῦσιν οἱ πεπεισμένοι διὰ τῆς κατὰ μέρος ἱστορίας μετρίως συνόψεσθαι τὰ ὅλα παραπλήσιόν τι πάσχειν, ὡς ἂν εἴ τινες ἐμψύχου καὶ καλοῦ σώματος γεγονότος διερριμένα τὰ μέρη θεώμενοι νομίζοιεν ἱκανῶς αὐτόπται γίνεσθαι τῆς ἐνεργείας αὐτοῦ τοῦ ζῴου καὶ καλλονῆς. Εἰ γάρ τις αὐτίκα μάλα συνθεὶς καὶ τέλειον αὖθις ἀπεργασάμενος τὸ ζῷον τῷ τε εἴδει καὶ τῇ τῆς ψυχῆς εὐπρεπείᾳ κἄπειτα πάλιν ἐπιδεικνύοι τοῖς αὐτοῖς ἐκείνοις, ταχέως [ἂν] οἶμαι πάντας αὐτοὺς ὁμολογήσειν διότι καὶ λίαν πολύ τι τῆς ἀληθείας ἀπελείποντο πρόσθεν καὶ παραπλήσιοι τοῖς ὀνειρώττουσιν ἦσαν. Ἔννοιαν μὲν γὰρ λαβεῖν ἀπὸ μέρους τῶν ὅλων δυνατόν, ἐπιστήμην δὲ καὶ γνώμην ἀτρεκῆ σχεῖν ἀδύνατον. [...] Ἐκ μέντοι γε τῆς ἁπάντων πρὸς ἄλληλα συμπλοκῆς καὶ παραθέσεως, ἔτι δ΄ ὁμοιότητος καὶ διαφορᾶς, μόνως ἄν τις ἐφίκοιτο καὶ δυνηθείη κατοπτεύσας ἅμα καὶ τὸ χρήσιμον καὶ τὸ τερπνὸν ἐκ τῆς ἱστορίας ἀναλαβεῖν.

        (Πολυβίου, Ἱστορίαι, Α΄ , 4 , 7-9 & 11)

ἡ κατὰ μέρος ἱστορία                     : αποσπασματική ιστορία

συνορῶ τι                                   : αποκτώ συνολική εικόνα

διαρρίπτομαι                                : διασκορπίζομαι

ἐνέργεια                                     : λειτουργικότητα

εἶδος                                         : μορφή

ἀπολείπομαί τινος                         : υστερώ, απέχω από κάτι

ὀνειρώττω                                  : βλέπω όνειρα

ἀτρεκής                                      : βέβαιος, αδιαμφισβήτητος, ακριβής

κατοπτεύω ἅμα                             : έχω μια συνεκτική θεώρηση

ἀναλαμβάνω τι                             : καρπώνομαι

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

        Τὰ μὲν οὖν παλαιὰ τοιαῦτα ηὗρον, χαλεπὰ ὄντα παντὶ ἑξῆς τεκμηρίῳ πιστεῦσαι. Οἱ γὰρ ἄνθρωποι τὰς ἀκοὰς τῶν προγεγενημένων, καὶ ἢν ἐπιχώρια σφίσιν ᾖ, ὁμοίως ἀβασανίστως παρ΄ ἀλλήλων δέχονται. Ἀθηναίων γοῦν τὸ πλῆθος  Ἵππαρχον οἴονται ὑφ΄ Ἁρμοδίου καὶ Ἀριστογείτονος τύραννον ὄντα ἀποθανεῖν καὶ οὐκ ἴσασιν ὅτι Ἱππίας μὲν πρεσβύτατος ὢν ἦρχε τῶν Πεισιστράτου υἱέων, Ἵππαρχος δὲ καὶ Θεσσαλὸς ἀδελφοὶ ἦσαν αὐτοῦ, ὑποτοπήσαντες δέ τι ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ καὶ παραχρῆμα Ἁρμόδιος καὶ Ἀριστογείτων ἐκ τῶν ξυνειδότων σφίσιν Ἱππίᾳ μεμηνῦσθαι τοῦ μὲν ἀπέσχοντο ὡς προειδότος, βουλόμενοι δὲ πρὶν ξυλληφθῆναι δράσαντές τι καὶ κινδυνεῦσαι, τῷ Ἱππάρχῳ περιτυχόντες περὶ τὸ Λεωκόριον καλούμενον τὴν Παναθηναϊκὴν πομπὴν διακοσμοῦντι ἀπέκτειναν. Πολλὰ δὲ καὶ ἄλλα ἔτι καὶ νῦν ὄντα καὶ οὐ χρόνῳ ἀμνηστούμενα καὶ οἱ ἄλλοι  Ἕλληνες οὐκ ὀρθῶς οἴονται <.> [...] Οὕτως ἀταλαίπωρος τοῖς πολλοῖς ἡ ζήτησις τῆς ἀληθείας καὶ ἐπὶ τὰ ἑτοῖμα μᾶλλον τρέπονται.

        (Θουκυδίδου, Ἱστορίαι, Α΄ , 20 , 1-3)

μαρτύριον                                    : ιστορική μαρτυρία

ἑξῆς                                           : ανεξαιρέτως, ένα προς ένα

ἀκοή                                           : φήμη

ἐπιχώριος                                     : τοπικός, ντόπιος

ὑποτοπῶ + απρμ.                            : υποπτεύομαι ότι

παραχρῆμα                                    : κατά την εκτέλεση του σχεδίου  

οἱ ξυνειδότες σφίσιν                      : οι συνεργάτες τους

παριτυγχάνω τινί                            : συναντώ κάποιον τυχαία

διακοσμῶ τι                                  : τακτοποιώ κάτι

ἀμνηστοῦμαι                                  : λησμονούμαι

ἀταλαίπωρος                                 : αβασάνιστος, επιπόλαιος

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

        Καὶ ὅσα μὲν λόγῳ εἶπον ἕκαστοι ἢ μέλλοντες πολεμήσειν ἢ ἐν αὐτῷ ἤδη ὄντες, χαλεπὸν τὴν ἀκρίβειαν αὐτὴν τῶν λεχθέντων διαμνημονεῦσαι ἦν ἐμοί τε ὧν αὐτὸς ἤκουσα καὶ τοῖς ἄλλοθέν ποθεν ἐμοὶ ἀπαγγέλλουσιν· ὡς δ΄ ἂν ἐδόκουν ἐμοὶ ἕκαστοι περὶ τῶν ἀεὶ παρόντων τὰ δέοντα μάλιστ΄ εἰπεῖν, ἐχομένῳ ὅτι ἐγγύτατα τῆς ξυμπάσης γνώμης τῶν ἀληθῶς λεχθέντων, οὕτως εἴρηται· τὰ δ΄ ἔργα τῶν πραχθέντων ἐν τῷ πολέμῳ οὐκ ἐκ τοῦ παρατυχόντος πυνθανόμενος ἠξίωσα γράφειν οὐδ΄ ὡς ἐμοὶ ἐδόκει, ἀλλ΄ οἷς τε αὐτὸς παρῆν καὶ παρὰ τῶν ἄλλων ὅσον δυνατὸν ἀκριβείᾳ περὶ ἑκάστου ἐπεξελθών. Ἐπιπόνως δὲ ηὑρίσκετο, διότι οἱ παρόντες τοῖς ἔργοις ἑκάστοις οὐ ταὐτὰ περὶ τῶν αὐτῶν ἔλεγον, ἀλλ΄ ὡς ἑκατέρων τις εὐνοίας ἢ μνήμης ἔχοι. Καὶ ἐς μὲν ἀκρόασιν ἴσως τὸ μὴ μυθῶδες αὐτῶν ἀτερπέστερον φανεῖται· ὅσοι δὲ βουλήσονται τῶν τε γενομένων τὸ σαφὲς σκοπεῖν καὶ τῶν μελλόντων ποτὲ αὖθις κατὰ τὸ ἀνθρώπειον τοιούτων καὶ παραπλησίων ἔσεσθαι, ὠφέλιμα κρίνειν αὐτὰ ἀρκούντως ἕξει. Κτῆμα τε ἐς ἀεὶ μᾶλλον ἢ ἀγώνισμα ἐς τὸ παραχρῆμα ἀκούειν ξύγκειται.

        (Θουκυδίδου, Ἱστορίαι, Α΄ , 22 , 1-4)

διαμνημονεύω τι                               : διατηρώ στη μνήμη μου

τὰ ἀεὶ παρόντα                                : τα εκάστοτε επίκαιρα

ἡ ξύμπασα γνώμη                              : το γενικό πνεύμα

ἔχομαι ὅτι έγγύτατα τινος                 : κρατιέμαι όσο το δυνατό πιο κοντά σε κάτι

τὰ ἔργα τῶν πραχθέντων                  : τα έργα που ανήκουν στα διαδραματισθέντα

ὁ παρατυχών                                   : ο πρώτος τυχών

ἐπεξέρχομαι                                    : ερευνώ

τὸ ἀνθρώπειον                                 : η ανθρώπινη φύση

ἀγώνισμα ἐς τὸ παραχρῆμα ἀκούειν       : πνευματικός μόχθος για εφήμερη ακρόαση

 

 

 

 

 

 

        Πτολεμαῖος ὁ Λάγου καὶ Ἀριστόβουλος ὁ Ἀριστοβούλου ὅσα μὲν ταὐτὰ ἄμφω περὶ Ἀλεξάνδρου τοῦ Φιλίππου ξυνέγραψαν, ταῦτα ἐγὼ ὡς πάντῃ ἀληθῆ ἀναγρἀφω, ὅσα δὲ οὐ ταὐτά, τούτων τὰ πιστότερα ἐμοὶ φαινόμενα καὶ ἅμα ἀξιαφηγητότερα ἐπιλεξάμενος.  Ἄλλοι μὲν δὴ ἄλλα ὑπὲρ Ἀλεξάνδρου ἀνέγραψαν, οὐδ΄ ἔστιν ὑπὲρ ὅτου πλείονες ἢ ἀξυμφωνότεροι ἐς ἀλλήλους· ἀλλ΄ ἐμοὶ Πτολεμαῖός τε καὶ Ἀριστόβουλος πιστότεροι ἔδοξαν ἐς τὴν ἀφήγησιν, ὁ μὲν ὅτι ξυνεστράτευσε βασιλεῖ Ἀλεξάνδρῳ, Ἀριστόβουλος· Πτολεμαῖος δὲ πρὸς τὸ ξυστρατεῦσαι ὅτι καὶ αὐτῷ βασιλεῖ ὄντι αἰσχρότερον ἢ τῳ ἄλλῳ ψεύσασθαι ἦν· ἄμφω δέ, ὅτι τετελευτηκότος ἤδη Ἀλεξάνδρου ξυγγράφουσιν αὐτοῖς ἥ τε ἀνάγκη καὶ ὁ μισθὸς τοῦ ἄλλως τι ἢ ὡς ξυνηνέχθη ξυγγράψαι ἀπῆν.  Ἔστι δὲ ἃ καὶ πρὸς ἄλλων ξυγγεγραμμένα, ὅτι καὶ αὐτὰ ἀξιαφήγητά τέ μοι ἔδοξε καὶ οὐ πάντῃ ἄπιστα, ὡς λεγόμενα μόνον ὑπὲρ Ἀλεξάνδρου ἀνέγραψα.

        (Ἀρριανοῦ,  Ἀνάβασις Ἀλεξάνδρου, Προοίμιον)

ξυμφέρεται                             : συμβαίνει

πιστόν - ἄπιστον                      : αξιόπιστο – αναξιόπιστο

ἀναγράφω                              : καταγράφω

ξυγγράφω                               :     >>        συνθετικά, συγγράφω

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

        Τῶν Μακεδόνων δὲ ἔστιν οἳ συνεστρατευμένοι Ἀλεξάνδρῳ ἦσαν νεωστὶ πρὸ τῆς στρατείας γεγαμηκότες· καὶ τούτων ἔγνω οὐκ ἀμελητέα εἶναί οἱ Ἀλέξανδρος, ἀλλ΄ ἐκπέμπει γὰρ αὐτοὺς ἐκ Καρίας διαχειμάσοντας ἐν Μακεδονίᾳ ἅμα ταῖς γυναιξίν, ἐπιτάξας αὐτοῖς Πτολεμαῖόν τε τὸν Σελεύκου, ἕνα τῶν σωματοφυλάκων τῶν βασιλικῶν, καὶ τῶν στρατηγῶν Κοῖνόν τε τὸν Πολεμοκράτους καὶ Μελέαγρον τὸν Νεοπτολέμου, ὅτι καὶ αὐτοὶ τῶν νεογάμων ἦσαν, προστάξας, ἐπειδὰν αὐτοί τε ἐπανίωσι καὶ τοὺς μετὰ σφῶν ἐκπεμφθέντας ἐπανάγωσι, καταλέξαι ἱππέας τε καὶ πεζοὺς ἐκ τῆς χώρας ὅσους πλείστους. Καὶ τῷ ἔργῳ τῷδε, εἴπερ τινὶ ἄλλῳ, εὐδοκίμησε παρὰ Μακεδόσιν Ἀλέξανδρος.  Ἔπεμψε δὲ καὶ Κλέανδρον τὸν Πολεμοκράτους ἐπὶ ξυλλογῇ στρατιωτῶν εἰς Πελοπόννησον.

        (Ἀρριανοῦ,  Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις,  Α΄ , 24 , 1-2)

ἔστιν οἵ                                      :  μερικοί

νεωστί                                       :  πρόσφατα

γαμέω-ῶ                                     :  παντρεύομαι

ἐπιτάσσω τινί τινά                        :  ορίζω σε κάποιον ως αρχηγό κάποιον

νεόγαμος                                     :  φρεσκοπαντρεμένος, νεόνυμφος

καταλέγω                                     : στρατολογώ

εἴπερ τινὶ ἄλλῳ                             :  περισσότερο παρὰ με ο,τιδήποτε άλλο

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

        Τὰς μὲν οὖν ἀρχὰς οὐ μόνον τῆς χώρας ἐπεκράτουν, ἀλλὰ καὶ τῶν σύνεγγυς πολλοὺς ὑπηκόους ἐπεποίηντο, τῇ τόλμῃ καταπεπληγμένοι· μετὰ δέ τινα χρόνον μάχῃ νικήσαντες Ῥωμαίους καὶ τοὺς μετὰ τούτων παραταξαμένους, ἑπόμενοι τοῖς φεύγουσι τρισὶ τῆς μάχης ἡμέραις ὕστερον κατέσχον αὐτὴν τὴν  Ῥώμην πλὴν τοῦ Καπετωλίου. Γενομένου δ΄  ἀντισπάσματος καὶ τῶν Οὐενέτων ἐμβαλόντων εἰς τὴν χώραν αὐτῶν, τότε μὲν ποιησάμενοι συνθήκας πρὸς  Ῥωμαίους καὶ τὴν πόλιν ἀποδόντες ἐπανῆλθον εἰς τὴν οἰκείαν, μετὰ δὲ ταῦτα τοῖς ἐμφυλίοις συνείχοντο πολέμοις· ἔνιοι δὲ καὶ τῶν τὰς Ἄλπεις κατοικούντων ὁρμὰς ἐποιοῦντο καὶ συνηθροίζοντο πολλάκις ἐπ΄ αὐτούς, θεωροῦντες ἐκ παραθέσεως τὴν παραγεγενημένην αὐτοῖς εὐδαιμονίαν.

        (Πολυβίου,  Ἱστορίαι,  Β΄ , 18 , 1-4)

καταπλήσσομαί τινα                         : τρομοκρατώ κάποιον

ἀντίσπασμα                                    : αντιπερισπασμός

Οὐένετος                                       : Βενετός

συνέχομαί τινι                                 : είμαι απασχολημένος με κάτι

ποιοῦμαι ὁρμάς                                : κάνω επιδρομές

ἐκ παραθέσεως                                : λόγω γειτονίας

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

        Τοιαῦτα μὲν οἱ Κορίνθιοι εἶπον. Τῶν δὲ Ἀθηναίων ἔτυχε γὰρ πρεσβεία πρότερον ἐν τῇ Λακεδαίμονι περὶ ἄλλων παροῦσα, καὶ ὡς ᾔσθοντο τῶν λόγων, ἔδοξεν αὐτοῖς παριτητέα ἐς τοὺς Λακεδαιμονίους εἶναι, τῶν μὲν ἐγκλημάτων πέρι μηδὲν ἀπολογησομένους, ὧν αἱ πόλεις ἐνεκάλουν, δηλῶσαι δὲ περὶ τοῦ παντὸς ὡς οὐ ταχέως αὐτοῖς βουλευτέον εἴη, ἀλλ΄ ἐν πλείοσι σκεπτέον. Καὶ ἅμα τὴν σφετέραν πόλιν ἐβούλοντο σημῆναι ὅση εἴη δύναμιν, καὶ ὑπόμνησιν ποιήσασθαι τοῖς τε πρεσβυτέροις ὧν ᾔδεσαν καὶ τοῖς νεωτέροις ἐξήγησιν ὧν ἄπειροι ἦσαν, νομίζοντες μᾶλλον ἂν αὐτοὺς ἐκ τῶν λόγων πρὸς τὸ ἡσυχάζειν τραπέσθαι ἢ πρὸς τὸ πολεμεῖν. Προσελθόντες οὖν τοῖς Λακεδαιμονίοις ἔφασαν βούλεσθαι καὶ αὐτοὶ ἐς τὸ πλῆθος αὐτῶν εἰπεῖν, εἴ τι μὴ ἀποκωλύει. Οἱ δ΄ ἐκέλευόν τε ἐπιέναι, καὶ παρελθόντες οἱ Ἀθηναῖοι ἔλεγον τοιάδε.

        (Θουκυδίδου,  Ἱστορίαι,  Α’ , 72)

παριτητέον < πάρειμι                         : παρουσιάζομαι, ανεβαίνω στο βήμα

ἐξήγησις                                         : παρουσίαση, ανάλυση

άποκωλύω                                       : εμποδίζω

ἔπειμι                                             : παρουσιάζομαι στην εκκλησία του δήμου

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

        Λύσανδρος δὲ ἀφικόμενος εἰς Αἴγιναν ἀπέδωκε τὴν πόλιν Αἰγινήταις, ὅσους ἐδύνατο πλείστους αὐτῶν ἁθροίσας, ὡς δ΄ αὕτως καὶ Μηλίοις καὶ τοῖς ἄλλοις ὅσοι τῆς αὑτῶν ἐστέροντο. Μετὰ δὲ τοῦτο δῃώσας Σαλαμῖνα ὡρμίσατο πρὸς τὸν Πειραιᾶ ναυσὶ πεντήκοντα καὶ ἑκατόν, καὶ τὰ πλοῖα εἶργε τοῦ εἴσπλου. Οἱ δ΄ Ἀθηναῖοι πολιορκούμενοι κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλατταν ἠπόρουν τί χρὴ ποιεῖν, οὔτε νεῶν οὔτε συμμάχων αὐτοῖς ὄντων οὔτε σίτου· ἐνόμιζον δὲ οὐδεμίαν εἶναι σωτηρίαν μὴ παθεῖν ἃ οὐ τιμωρούμενοι ἐποίησαν, ἀλλὰ διὰ τὴν ὕβριν ἠδίκουν ἀνθρώπους μικροπολίτας οὐδ΄ ἐπὶ μιᾷ αἰτίᾳ ἑτέρᾳ ἢ ὅτι ἐκεῖνοις συνεμάχουν. Διὰ ταῦτα τοὺς ἀτίμους ἐπιτίμους ποιήσαντες ἐκαρτέρουν, καὶ ἀποθνῃσκόντων ἐν τῇ πόλει λιμῷ πολλῶν οὐ διελέγοντο περὶ διαλλαγῆς.

        (Ξενοφῶντος,  Ἑλληνικά,  Β΄ , 2 , 9-11)

ἀποδίδωμί τινί τι                             : επιστρέφω σε κάποιον κάτι

ὡς δ΄ αὕτως                                   : παρομοίως

ἄνθρωποι μικροπολῖται                      : πολίτες μικρών πόλεων

ποιῶ τοὺς ἀτίμους ἐπιτίμους              : επιστρέφω τα πολιτικά δικαιώματα           (στους                                                                                 

στερημένους αυτών)                                           

διαλλαγή                                       : συνδιαλλαγή

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

        Ὁ δὲ Βρασίδας εὐθὺς ὡς εἶδε κινουμένους τοὺς Ἀθηναίους, καταβὰς καὶ αὐτὸς ἀπὸ τοῦ Κερδυλίου ἐσέρχεται ἐς τὴν Ἀμφίπολιν. Καὶ ἐπέξοδον μὲν καὶ ἀντίταξιν οὐκ ἐποιήσατο πρὸς τοὺς Ἀθηναίους, δεδιὼς τὴν αὑτοῦ παρασκευὴν καὶ νομίζων ὑποδεεστέρους εἶναι, οὐ τῷ πλήθει (ἀντίπαλα γάρ πως ἦν) , ἀλλὰ τῷ ἀξιώματι (τῶν γὰρ Ἀθηναίων ὅπερ ἐστράτευε καθαρὸν ἐξῆλθε, καὶ Λημνίων καὶ Ἰμβρίων τὸ κράτιστον) , τέχνῃ δὲ παρεσκευάζετο ἐπιθησόμενος. Εἰ γὰρ δείξειε τοῖς ἐναντίοις τό τε πλῆθος καὶ τὴν ὅπλισιν ἀναγκαίαν οὖσαν τῶν μεθ΄ ἑαυτοῦ, οὐκ ἂν ἡγεῖτο μᾶλλον περιγενέσθαι ἢ ἄνευ προόψεώς τε αὐτῶν καὶ μὴ ἀπὸ τοῦ ὄντος καταφρονήσεως.  Ἀπολεξάμενος οὖν αὐτὸς πεντήκοντα καὶ ἑκατὸν ὁπλίτας, καὶ τοὺς ἄλλους Κλεαρίδᾳ προστάξας, ἐβούλετο ἐπιχειρεῖν αἰφνιδίως, πρὶν ἀπελθεῖν τοὺς Ἀθηναίους, οὐκ ἂν νομίζων αὐτοὺς ὁμοίως ἀπολαβεῖν αὖθις μεμονωμένους, εἰ τύχοι ἐλθοῦσα αὐτοῖς ἡ βοήθεια.

        (Θουκυδίδου,  Ἱστορίαι, Ε΄ , 8 , 1-4)

ἐπέξοδον καὶ ἀντίταξιν ποιοῦμαι           : εξέρχομαι από τα τείχη και αντιπαρατάσσομαι

ἀντίπαλος                                       : ισοδύναμος, ισάριθμος

ἀξίωμα                                            : το αξιόμαχο του στρατεύματος

καθαρόν                                          :  από οπλίτες

τέχνη                                             : στρατήγημα

ὅπλισις                                           : εξοπλισμός

ἀναγκαῖος                                        : στοιχειώδης

πρόοψις                                          : εκ των προτέρων παρατήρηση

ἀπολέγομαι                                      : διαλέγω

προστάσσω τινάς τινι                        : υπάγω κάποιους υπό την αρχηγία κάποιου

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

        Ξυνέβη τε τῷ ἀδοκήτῳ καὶ ἐξαπίνης ἀμφοτέρωθεν τοὺς Ἀθηναίους θορυβηθῆναι· καὶ τὸ μὲν εὐώνυμον κέρας αὐτῶν, τὸ πρὸς τὴν Ἠιόνα, ὅπερ δὴ καὶ προὐκεχωρήκει, εὐθὺς ἀπορραγὲν ἔφυγε. Καὶ ὁ Βρασίδας ὑποχωροῦντος ἤδη αὐτοῦ ἐπιπαριὼν τῷ δεξιῷ τιτρώσκεται, καὶ πεσόντα αὐτὸν οἱ μὲν Ἀθηναῖοι οὐκ αἰσθάνονται, οἱ δὲ πλησίον ἄραντες ἀπήνεγκαν. Τὸ δὲ δεξιὸν τῶν Ἀθηναίων ἔμενε μᾶλλον. Καὶ ὁ μὲν Κλέων, ὡς τὸ πρῶτον οὐ διενοεῖτο μένειν, εὐθὺς φεὐγων καὶ καταληφθεὶς ὑπὸ Μυρκινίου πελταστοῦ ἀποθνῄσκει, οἱ δὲ αὐτοῦ ξυστραφέντες ὁπλῖται ἐπὶ τὸν λόφον τόν τε Κλεαρίδαν ἠμύναντο καὶ δὶς ἢ τρὶς προσβαλόντα, καὶ οὐ πρότερον ἐνέδοσαν πρὶν ἥ τε Μυρκινία καὶ ἡ Χαλκιδικὴ ἵππος καὶ οἱ πελτασταὶ περιστάντες καὶ ἐσακοντίζοντες αὐτοὺς ἔτρεψαν. Οὕτω δὲ τὸ στράτευμα πᾶν ἤδη τῶν Ἀθηναίων φυγὸν χαλεπῶς καὶ πολλὰς ὁδοὺς τραπόμενοι κατὰ ὄρη, ὅσοι μὴ διεφθάρησαν ἢ αὐτίκα ἐν χερσὶν ἢ ὑπὸ τῆς Χαλκιδικῆς ἵππου καὶ τῶν πελταστῶν, οἱ λοιποὶ ἀπεκομίσθησαν ἐς τὴν Ἠιόνα.

        (Θουκυδίδου,  Ἱστορίαι,  Ε΄ , 10 , 7-10)

ἀδόκητον                                          : απροσδόκητο

ἐξαπίνης                                           : αιφνιδιαστικά

εὐώνυμον                                          : αριστερό

κέρας                                               : τμήμα παράταξης

ἀπορρήγνυμαι                                     : διασπώμαι

φεύγω                                              : τρέπομαι σε φυγή

ἐπιπάρειμι                                          : σπεύδω και επιτίθεμαι

ἀποφέρω τινὰ                                    ; μεταφέρω μακριά

μένω                                                : κρατώ άμυνα

καταλαμβάνομαι ὑπὸ τινος                     : με προλαβαίνει κάποιος

ξυστρέφομαι                                      : ανασυντάσσομαι

ἡ ἵππος                                              : το ιππικό

περιίστημι                                          : περικυκλώνω

τρέπω τινά                                         : τρἐπω σε φυγή κάποιον

 

 

 

 

 

 

 

        Ἀλλὰ καὶ ἄλλοι, ἔφη, ὦ Σώκρατες, ἐργάζεσθαι μὲν οὐ κωλύονται ὑπὸ τούτων, ἀλλὰ καὶ πάνυ σφοδρῶς πρὸς τὸ ἐργάζεσθαι ἔχουσι καὶ μηχανᾶσθαι προσόδους· ὅμως δὲ καὶ τοὺς οἴκους κατατρίβουσι καὶ ἀμηχανίαις συνέχονται. Δοῦλοι γάρ εἰσι καὶ οὗτοι, ἔφη ὁ Σωκράτης, καὶ πάνυ γε χαλεπῶν δεσποτῶν, οἱ μὲν λιχνειῶν, οἱ δὲ λαγνειῶν, οἱ δὲ οἰνοφλυγιῶν, οἱ δὲ φιλοτιμιῶν τινων μωρῶν καὶ δαπανηρῶν, ἃ οὕτω χαλεπῶς ἄρχει τῶν ἀνθρώπων, ὧν ἂν ἐπικρατήσωσιν, ὥσθ΄ ἕως μὲν ἂν ὁρῶσιν ἡβῶντας αὐτοὺς καὶ δυναμένους ἐργάζεσθαι, ἀναγκάζουσι φέρειν ἃ ἂν ἐργάσωνται καὶ τελεῖν εἰς τὰς αὑτῶν ἐπιθυμίας, ἐπειδὰν δὲ αὐτοὺς ἀδυνάτους αἴσθωνται ὄντας ἐργάζεσθαι διὰ τὸ γῆρας, ἀπολείπουσι τούτους κακῶς γηράσκειν, ἄλλοις δ΄ αὖ πειρῶνται δούλοις χρῆσθαι.

        (Ξενοφῶντος,  Οἰκονομικός, Α΄ ,  21-22)

 

πάνυ σφοδρῶς ἔχω πρός                      : έχω μεγάλη όρεξη για

ἡ πρόσοδος                                       : εισόδημα

κατατρίβω τι                                     : καταστρέφω κάτι

συνέχομαι ἀμηχανίαις                          : περιπίπτω σε αδιέξοδο

λιχνεία                                             : λαιμαργία

οἰνοφλυγία                                       : αλκοολισμός

τελῶ εἴς τι                                       : ξοδεύω για

ἀπολείπω τινά                                   : εγκαταλείπω κάποιον

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

        Κἀγὼ δὲ μαρτυρῶ τούτοις· ὁρῶ γὰρ ὥσπερ τῶν ἐν μέτρῳ πεποιημένων ἐπῶν τοὺς μὴ μελετῶντας ἐπιλανθανομένους, οὕτω καὶ τῶν διδασκαλικῶν λόγων τοῖς ἀμελοῦσι λήθην ἐγγιγνομένην.  Ὅταν δὲ τῶν νουθετικῶν λόγων ἐπιλάθηταί τις, ἐπιλέλησται καὶ ὧν ἡ ψυχὴ πάσχουσα τῆς σωφροσύνης ἐπεθύμει· τούτων δ΄ ἐπιλαθόμενον οὐδὲν θαυμαστὸν καὶ τῆς σωφροσύνης ἐπιλαθέσθαι. Ὁρῶ δὲ καὶ τοὺς εἰς φιλοποσίαν προαχθέντας καὶ τοὺς εἰς ἔρωτας ἐγκυλισθέντας ἧττον δυναμένους τῶν τε δεόντων ἐπιμελεῖσθαι καὶ τῶν μὴ δεόντων ἀπέχεσθαι. Πολλοὶ γὰρ καὶ χρημάτων δυνάμενοι φείδεσθαι, πρὶν ἐρᾶν, ἐρασθέντες οὐκέτι δύνανται· καὶ τὰ χρήματα καταναλώσαντες, ὧν πρόσθεν ἀπείχοντο κερδῶν, αἰσχρὰ νομίζοντες εἶναι, τούτων οὐκ ἀπέχονται. Πῶς οὖν οὐκ ἐνδέχεται σωφρονήσαντα πρόσθεν αὖθις μὴ σωφρονεῖν καὶ δίκαια δυνηθέντα πράττειν αὖθις ἀδυνατεῖν ; Πάντα μὲν οὖν ἔμοιγε δοκεῖ τὰ καλὰ καὶ τἀγαθὰ ἀσκητὰ εἶναι, οὐχ ἥκιστα δὲ σωφροσύνη.

        (Ξενοφῶντος,  Ἀπομνημονεύματα,  Α΄ , 2 , 21-23)

μαρτυρῶ τινι                                        : συμφωνώ με κάποιον

διδασκαλικός                                        : ηθικοδιδακτικός

νουθετικός                                           : παραινετικός

ἡ ψυχὴ πάσχει τι                                   : η ψυχή παθιάζεται με κάτι

προάγομαι εἰς φιλοποσίαν                        : γλιστρώ στον αλκοολισμό

ἐγκυλίομαι εἰς ἔρωτας                             : κυλιέμαι σε έρωτες

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

        Καὶ μὴν οὐ τῶν γε ἀφροδισίων ἕνεκα παιδοποιεῖσθαι τοὺς ἄνθρώπους ὑπολαμβάνεις, ἐπεὶ τούτου γε τῶν ἀπολυσόντων μεσταὶ μὲν αἱ ὁδοί, μεστά δὲ τὰ οἰκήματα. Φανεροὶ δ΄ ἐσμὲν καὶ σκοπούμενοι, ἐξ ὁποίων ἂν γυναικῶν βέλτιστα ἡμῖν τέκνα γένοιτο· αἷς συνελθόντες τεκνοποιούμεθα. Καὶ ὁ μέν γε ἀνὴρ τήν τε συντεκνοποιήσουσαν ἑαυτῷ καὶ τοῖς μέλλουσιν ἔσεσθαι παισὶ προπαρασκευάζει πάντα, ὅσα ἂν οἴηται συνοίσειν αὐτοῖς πρὸς τὸν βίον, καὶ ταῦτα ὡς ἂν δύνηται πλεῖστα· ἡ δὲ γυνὴ ὑποδεξαμένη τε φέρει τὸ φορτίον τοῦτο , βαρυνομένη τε καὶ κινδυνεύουσα περὶ τοῦ βίου καὶ μεταδιδοῦσα τῆς τροφῆς, ᾗ καὶ αὐτὴ τρέφεται, καὶ σὺν πολλῷ πόνῳ διενεγκοῦσα καὶ τεκοῦσα τρέφει τε καὶ ἐπιμελεῖται, οὔτε προπεπονθυῖα οὐδὲν ἀγαθὸν οὔτε γιγνῶσκον τὸ βρέφος, ὑφ΄ ὅτου πάσχει, οὐδὲ σημαίνειν δυνάμενον ὅτου δεῖται, ἀλλ΄ αὐτὴ στοχαζομένη τά τε συμφέροντα καὶ τὰ κεχαρισμένα πειρᾶται ἐκπληροῦν καὶ τρέφει πολὺν χρόνον καὶ ἡμέρας καὶ νυκτὸς ὑπομένουσα πονεῖν, οὐκ εἰδυῖα τίνα τούτων χάριν ἀπολήψεται.

        (Ξενοφώντος,  Ἀπομνημονεύματα, Β΄ , 2 , 4-5)

τὰ ἀφροδίσια                                     : οι ερωτικές απολαύσεις

παιδοποιοῦμαι                                     : τεκνοποιώ

ἀπολύω τινός                                     : ικανοποιώ κάποια ανάγκη

τὰ οἰκήματα                                       : τα ύποπτα σπίτια

βαρύνομαι                                          : επιβαρύνομαι, δυσκολεύομαι

διαφέρω                                           : φέρω εις πέρας την εγκυμοσύνη

τὰ κεχαρισμένα                                   : τα ευχάριστα

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

        Πῶς ; ἔφη ὁ Σωκράτης· οὐ γὰρ καὶ ὁδοῦ παραχωρῆσαι τὸν νεώτερον πρεσβυτέρῳ συντυγχάνοντι πανταχοῦ νομίζεται καὶ καθήμενον ὑπαναστῆσαι καὶ κοίτῃ μαλακῇ τιμῆσαι καὶ λόγων ὑπεῖξαι ; Ὠγαθέ, μὴ ὄκνει, ἔφη, ἀλλ΄ ἐγχείρει τὸν ἄνδρα καταπραΰνειν, καὶ πάνυ ταχύ σοι ὑπακούσεται· οὐχ ὁρᾷς ὡς φιλότιμός ἐστι καὶ ἐλευθέριος ; τὰ μὲν γὰρ πονηρὰ ἀνθρώπια οὐκ ἂν ἄλλως μᾶλλον ἕλοις ἢ εἰ δοίης τι, τοὺς δὲ καλοὺς κἀγαθοὺς ἀνθρώπους προσφιλῶς χρώμενος μάλιστ΄ ἂν κατεργάσοιο. Καὶ ὁ Χαιρεκράτης εἶπεν·  Ἐὰν οὖν ἐμοῦ ταῦτα ποιοῦντος ἐκεῖνος μηδὲν βελτίων γίγνηται ; Τί γὰρ ἄλλο, ἔφη ὁ Σωκράτης, ἢ κινδυνεύσεις ἐπιδεῖξαι σὺ μὲν χρηστός τε καὶ φιλάδελφος εἶναι, ἐκεῖνος δὲ φαῦλός τε καὶ οὐκ ἄξιος εὐεργεσίας ; Ἀλλ΄ οὐδὲν οἶμαι τούτων ἔσεσθαι· νομίζω γὰρ αὐτόν, ἐπειδὰν αἴσθηταί σε προκαλούμενον ἑαυτὸν εἰς τὸν ἀγῶνα τοῦτον, πάνυ φιλονικήσειν ὅπως περιγένηταί σου καὶ λόγῳ καὶ ἔργῳ εὖ ποιῶν.

        (Ξενοφῶντος,  Ἀπομνημονεύματα,  Β΄ , 3 , 16-17)

παραχωρῶ ὁδοῦ τινι                                 : παραχωρώ προτεραιότητα στο δρόμο

νομίζεται                                               : είναι καθιερωμένο / έθιμο

ὑπανίστημι                                              : σηκώνομαι σε ένδειξη τιμής

κοίτη                                                     : κρεββάτι, ανάκλιντρο

ἐλευθέριος                                              : περήφανος, υψηλόφρονας

ἀνθρώπιον                                              :  ανθρωπάκι, ανθρωπάριο

αἱρῶ - κατεργάζομαι                                  : κερδίζω, κατακτώ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

       

 

 

 

        Ὁ γὰρ ἀγαθὸς φίλος ἑαυτὸν τάττει πρὸς πᾶν τὸ ἐλλεῖπον τῷ φίλῳ καὶ τῆς τῶν ἰδίων κατασκευῆς καὶ τῶν κοινῶν πράξεων, κἄν τέ τινα εὖ ποιῆσαι δέῃ, συνεπισχύει, ἐάν τέ τις φόβος ταράττῃ, συμβοηθεῖ, τὰ μὲν συναναλίσκων, τὰ δὲ συμπράττων, καὶ τὰ μὲν συμπείθων, τὰ δὲ βιαζόμενος, καὶ εὖ μὲν πράττοντας πλεῖστα εὐφραίνων, σφαλλομένους δὲ πλεῖστα ἐπανορθῶν.  Ἃ δὲ αἵ τε χεῖρες ἑκάστῳ ὑπηρετοῦσι καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ προορῶσι καὶ τὰ ὦτα προακούουσι καὶ οἱ πόδες διανύτουσι, τούτων φίλος εὐεργετῶν οὐδενὸς λείπεται· πολλάκις δὲ ἃ πρὸ αὐτοῦ τις ἢ οὐκ ἐξειργάσατο ἢ οὐκ εἶδεν ἢ οὐκ ἤκουσεν ἢ οὐ διήνυσε, ταῦθ΄ ὁ φίλος πρὸ τοῦ φίλου ἐξήρκεσεν. Ἀλλ΄ ὅμως ἔνιοι δένδρα μὲν πειρῶνται θεραπεύειν τοῦ καρποῦ ἕνεκεν, τοῦ δὲ παμφορωτάτου κτήματος, ὃ καλεῖται φίλος, ἀργῶς καὶ ἀνειμένως οἱ πλεῖστοι ἐπιμέλονται.

        (Ξενοφῶντος,  Ἀπομνημονεύματα,  Β΄ , 4 , 6-7)

ἑαυτὸν τάττω πρός                        : διαθέτω τον εαυτό μου για

ἡ τῶν ἰδίων κατασκευή                    : τακτοποίηση  των ιδιωτικών υποθέσεων

αἱ κοιναὶ πράξεις                             : πολιτικές ενέργειες

συνεπισχύω                                   : υποστηρίζω

λείπομαί τινος                                : υστερώ σε κάτι

ἐξαρκῶ                                         : τακτοποιώ

παμφορώτατον κτῆμα                       : το πιο εύφορο κτήμα

ἀργῶς                                           : νωθρά

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

        Ἑοίκασι δὲ γεννῆσαι μὲν ὅλως τὴν ποιητικὴν αἰτίαι δύο τινές, καὶ αὗται φυσικαί. Τό τε γὰρ μιμεῖσθαι σύμφυτον τοῖς ἀνθρώποις ἐκ παίδων ἐστί, καὶ τούτῳ διαφέρουσι τῶν ἄλλων ζῴων, ὅτι μιμητικώτατόν ἐστι καὶ τὰς μαθήσεις ποιεῖται διὰ μιμήσεως τὰς πρώτας, καὶ τὸ χαίρειν τοῖς μιμήμασι πάντας. Σημεῖον δὲ τούτου τὸ συμβαῖνον ἐπὶ τῶν ἔργων· ἃ γὰρ αὐτὰ λυπηρῶς ὁρῶμεν, τούτων τὰς εἰκόνας τὰς μάλιστα ἠκριβωμένας χαίρομεν θεωροῦντες, οἷον θηρίων τε μορφὰς τῶν ἀτιμωτάτων καὶ νεκρῶν. Αἴτιον δὲ καὶ τούτου, ὅτι μανθάνειν οὐ μόνον τοῖς φιλοσόφοις ἥδιστον, ἀλλὰ καὶ τοῖς ἄλλοις ὁμοίως· ἀλλ΄ ἐπὶ βραχὺ κοινωνοῦσιν αὐτοῦ. Διὰ γὰρ τοῦτο χαίρουσι τὰς εἰκόνας ὁρῶντες, ὅτι συμβαίνει θεωροῦντας μανθάνειν καὶ συλλογίζεσθαι τί ἕκαστον, οἷον ὅτι οὗτος ἐκεῖνος· ἐπεὶ ἐὰν μὴ τύχῃ προεωρακώς, οὐχ ᾗ μίμημα ποιήσει τὴν ἡδονήν, ἀλλὰ διὰ τὴν ἀπεργασίαν ἢ τὴν χροιὰν ἢ διὰ τοιαύτην τινὰ ἄλλην αἰτίαν.

        (Ἀριστοτέλους,  Περὶ Ποιητικῆς, 1448β)

ἡ ποιητική                                : ποιητική τέχνη, ποίηση

ἔργον                                      : έργο τέχνης

λυπηρῶς                                  : με απαρέσκεια

εἰκόνες μάλιστα ἠκριβωμέναι        : ακριβέστατες αναπαραστάσεις

οἷον                                        : π.χ.

ἐπὶ βραχύ                                  : σε μικρό βαθμό

ᾗ μίμημα                                   : με την ακρίβεια της μίμησης

ἀπεργασία                                 : επεξεργασία

χροιά                                       : χρώμα

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

        Ἔτι δ΄ ἐπεὶ τὸ καλὸν καὶ ζῷον καὶ ἅπαν πρᾶγμα ὃ συνέστηκεν ἔκ τινων, οὐ μόνον ταῦτα τεταγμένα δεῖ ἔχειν, ἀλλὰ καὶ μέγεθος ὑπάρχειν μὴ τὸ τυχὸν – τὸ γὰρ καλὸν ἐν μεγέθει καὶ τάξει ἐστίν· διὸ οὔτε πάμμικρον ἄν τι γένοιτο καλὸν ζῷον (συγχεῖται γὰρ ἡ θεωρία ἐγγὺς τοῦ ἀναισθήτου χρόνου γινομένη) οὔτε παμμέγεθες (οὐ γὰρ ἅμα ἡ θεωρία γίνεται, ἀλλ΄ οἴχεται τοῖς θεωροῦσι τὸ ἓν καὶ  τὸ ὅλον ἐκ τῆς θεωρίας, οἷον εἰ μυρίων σταδίων εἴη ζῷον) - ὥστε δεῖ καθάπερ ἐπὶ τῶν σωμάτων καὶ ἐπὶ τῶν ζῴων ἔχειν μὲν μέγεθος, τοῦτο δὲ εὐσύνοπτον εἶναι. Τοῦ δὲ μήκους ὅρος μὲν πρὸς τοὺς ἀγῶνας καὶ τὴν αἴσθησιν οὐ τῆς τέχνης ἐστίν· εἰ γὰρ ἔδει ἑκατὸν τραγῳδίας ἀγωνίζεσθαι, πρὸς κλεψύδρας ἂν ἠγωνίζοντο, ὥσπερ ποτὲ καὶ ἄλλοτε φασίν. Ὁ δὲ κατ΄ αὐτὴν τὴν φύσιν τοῦ πράγματος ὅρος, ἀεὶ μὲν ὁ μείζων μέχρι τοῦ σύνδηλος εἶναι καλίων ἐστὶ κατὰ τὸ μέγεθος<.>

        (Ἀριστοτέλους,  Περὶ Ποιητικῆς, 1450β – 1451α)

τὸ καλὸν                                           : το ωραίο

τὸ ζῷον                                            : το ζωντνό έργο τέχνης

συνίσταμαι ἔκ τινων                            :  αποτελούμαι από μέρη

τεταγμένα                                         : οργανωμένα

θεωρία                                              : αντίληψη, πρόσληψη

ἐγγὺς τοῦ ἀναισθήτου χρόνου                : σε χρόνο που αγγίζει το ανεπαίσθητο

τὸ ἓν καὶ τὸ ὅλον                                : η ενότητα του συνόλου 

σῶμα                                                : ζωντανός οργανισμός

πρὸς κλεψύδρας                                   : με την κλεψύδρα

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

        Αὐτὰ γὰρ τὰ χρήσιμα πρὸς αὐτὰ καταλλάττονται, ἐπὶ πλέον δ΄ οὐθέν, οἷον οἶνον πρὸς σῖτον διδόντες καὶ λαμβάνοντες, καὶ τῶν ἄλλων τῶν τοιούτων ἕκαστον.  Ἡ μὲν οὖν τοιαύτη μεταβλητικὴ οὔτε παρὰ φύσιν οὔτε χρηματιστικῆς ἐστιν εἶδος οὐδέν (εἰς ἀναπλήρωσιν γὰρ τῆς κατὰ φύσιν αὐτάρκειας ἦν) ·  ἐκ μέντοι ταύτης ἐγένετ΄ ἐκείνη κατὰ λόγον. Ξενικωτέρας γὰρ γενομένης τῆς βοηθείας τῷ εἰσάγεσθαι ὧν ἐνδεεῖς καὶ ἐκπέμπειν ὧν ἐπλεόναζον, ἐξ ἀνάγκης ἡ τοῦ νομίσματος ἐπορίσθη χρῆσις. Οὐ γὰρ εὐβάστακτον ἕκαστον τῶν κατὰ φύσιν ἀναγκαίων· διὸ πρὸς τὰς ἀλλαγὰς τοιοῦτόν τι συνέθεντο πρὸς σφᾶς αὐτοὺς διδόναι καὶ λαμβάνειν, ὃ τῶν χρησίμων αὐτὸ ὂν εἶχε τὴν χρείαν εὐμεταχείριστον πρὸς τὸ ζῆν , οἷον σίδηρος καὶ ἄργυρος κἂν εἴ τι τοιοῦτον ἕτερον, τὸ μὲν πρῶτον ἁπλῶς ὁρισθὲν μεγέθει καὶ σταθμῷ, τὸ δὲ τελευταῖον καὶ χαρακτῆρα ἐπιβαλλόντων, ἵνα ἀπολύσῃ τῆς μετρήσεως αὐτούς· ὁ γὰρ χαρακτὴρ ἐτέθη τοῦ ποσοῦ σημεῖον.

(Ἀριστοτέλους , Πολιτικά , 1257α)

τὰ χρήσιμα                                     :  αγαθά, προϊόντα

καταλλάττομαί τι πρός τι                  : ανταλλάσσω κάτι με κάτι

δίδωμι καὶ λαμβάνω                          :       >>

μεταβλητική                                    : ανταλλακτική οικονομία

χρηματιστική                                   : χρηματική οικονομία 

κατὰ λόγον                                     : κατά λογική και αναγκαία εξέλιξη

ξενικωτέρα γίνεται ἡ βοήθεια              : η αναπλήρωση γίνεται από μακρινότερες περιοχές

ἐκπέμπω                                         ; εξάγω

πλεονάζω τινός                               : έχω κάτι ως περίσσευμα

πορίζομαι (παθητικό)                         : επινοώ, εφευρίσκω

συντίθεμαι + απρμ.                            : συμφωνώ να ...

πρὸς σφᾶς αὐτούς                            : μεταξύ τους

χρεία                                             : χρησιμότητα

μέγεθος                                          : όγκος

σταθμός                                         : βάρος

ἐπιβάλλω χαρακτῆρα                          : εγχαράσσω σύμβολα

ἀπολύω τινά τινος                            : απαλλάσσω κάποιον από κάτι

χαρακτήρ                                        : εγχάρακτο σύμβολο

 

 

 

 

 

        Πάντα γὰρ ὠφέλιμα ταῦτ΄ ἐστὶ τοῖς τιμῶσι τὴν χρηματιστικήν, οἷον καὶ τὸ Θάλεω τοῦ Μιλησίου· τοῦτο γάρ ἐστι κατανόημά τι χρηματιστικόν, ἀλλ΄ ἐκείνῳ μὲν διὰ τὴν σοφίαν προσάπτουσι, τυγχάνει δὲ καθόλου τι ὄν. Ὀνειδιζόντων γὰρ αὐτῷ διὰ τὴν πενίαν ὡς ἀνωφελοῦς τῆς φιλοσοφίας οὔσης, κατανοήσαντά φασιν αὐτὸν ἐλαιῶν φορὰν ἐσομένην ἐκ τῆς ἀστρολογίας, ἔτι χειμῶνος ὄντος εὐπορήσαντα χρημάτων ὀλίγων ἀρραβῶνας διαδοῦναι τῶν ἐλαιουργείων τῶν τ΄ ἐν Μιλήτῳ καὶ Χίῳ πάντων, ὀλίγου μισθωσάμενον ἅτ΄ οὐθενὸς ἐπιβάλλοντος· ἐπειδὴ δ΄ ὁ καιρὸς ἧκε, πολλῶν ζητουμένων ἅμα καὶ ἐξαίφνης, ἐκμισθοῦντα ὃν τρόπον ἠβούλετο, πολλὰ χρήματα συλλέξαντα ἐπιδεῖξαι, ὅτι ῥᾴδιόν ἐστι πλουτεῖν τοῖς φιλοσόφοις, ἂν βούλωνται, ἀλλ΄ οὐ τοῦτ΄ ἐστὶ περὶ ὃ σπουδάζουσιν.

        (Ἀριστοτέλους , Πολιτικά , 1259α)

χρηματιστική                                     : κεφαλαιοκρατική οικονομία

χρηματιστικόν κατανόημα                     : κερδοσκοπική έμπνευση

καθόλου τι                                        : κάτι που αφορά στο είδος της οικονομίας

ἐλαιῶν φορὰ ἔσεται                           : θα έχουν καλή σοδειά οι ελιές

ἐκ τῆς ἀστρολογίας                            : από αστρονομικές παρατηρήσεις

εὐπορῶ χρημάτων                               : εξοικονομώ χρήματα

δίδωμι ἀρραβῶνας                               : δίνω προκαταβολή ενοικίασης

ἐπιβάλλω                                          ; πλειοδοτώ

ἐκμισθῶ                                            : υπενοικιάζω

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

       

 

        Ἅτε οὖν Πόρου καὶ Πενίας υἱὸς ὢν ὁ  Ἔρως ἐν τοιαύτῃ τύχῃ καθέστηκεν.        Πρῶτον μὲν πένης ἀεί ἐστιν καὶ πολλοῦ δεῖ ἁπαλός τε καὶ καλός, οἶον οἱ πολλοὶ οἴονται, ἀλλὰ σκληρὸς καὶ αὐχμηρὸς καὶ ἀνυπόδυτος καὶ ἄοικος, χαμαιπετὴς ἀεὶ ὢν καὶ ἄστρωτος, ἐπὶ θύραις καὶ ἐν ὁδοῖς ὑπαίθριος κοιμώμενος, τὴν τῆς μητρὸς φύσιν ἔχων, ἀεὶ ἐνδείᾳ ξύνοικος. Κατὰ δὲ αὖ τὸν πατέρα ἐπίβουλός ἐστι τοῖς καλοῖς καὶ τοῖς ἀγαθοῖς, ἀνδρεῖος ὢν καὶ ἴτης καὶ σύντονος, θηρευτὴς δεινός, ἀεί τινας πλέκων μηχανάς, καὶ φρονήσεως ἐπιθυμητὴς καὶ πόριμος, φιλοσοφῶν διὰ παντὸς τοῦ βίου, δεινὸς γόης καὶ φαρμακεὺς καὶ σοφιστής. Καὶ οὔτε ὡς ἀθάνατος πέφυκεν οὔτε ὡς θνητός, ἀλλὰ τοτὲ μὲν τῆς αὐτῆς ἡμέρας θάλλει τε καὶ ζῇ, ὅταν εὐπορήσῃ, τοτὲ δὲ ἀποθνῄσκει, πάλιν δὲ ἀναβιώσκεται διὰ τὴν τοῦ πατρὸς φύσιν· τὸ δὲ ποριζόμενον ἀεὶ ὑπεκρεῖ, ὥστε οὔτε ἀπορεῖ  Ἔρως ποτὲ οὔτε πλουτεῖ.

        (Πλάτωνος , Συμπόσιον , 203c-e)

Πόρος                                 : θεός-προσωποποίηση της επινοητικότητας

Πενία                                  : θεά-        >>           της ανέχειας

πολλοῦ δεῖ                           : κάθε άλλο παρά

αὐχμηρός                             : απεριποίητος

χαμαιπετὴς καὶ ἄστρωτος ὤν   : πλαγιάζει χάμω και δίχως στρωσίδια

ἐπίβουλος                            ; παγιδευτής

ἴτης                                    : μπροστάρης

σύντονος                             : οργανωτικός

πόριμος                                : επινοητικός

φρόνησις                              : εγρήγορση

φαρμακεὺς                            : γνώστης των βοτάνων

ὑπεκρεῖ                                 : του γλιστρά μεσ΄ απ΄ τα χέρια

ἀπορῶ                                  : στερούμαι

 

 

 

 

 

 

 

        Καὶ γὰρ οὖν καὶ τοῦτο ἐν τοῖς πρώτοις παρέλιπον, ὅτι καὶ οἱ λόγοι αὐτοῦ ὁμοιότατοί εἰσι τοῖς σιληνοῖς τοῖς διοιγομένοις. Εἰ γὰρ ἐθέλοι τις τῶν Σωκράτους ἀκούειν λόγων, φανεῖεν ἂν πάνυ γελοῖοι τὸ πρῶτον. Τοιαῦτα καὶ ὀνόματα καὶ ρήματα ἔξωθεν περιαμπέχονται, σατύρου δή τινα ὑβριστοῦ δοράν.  Ὄνους γὰρ κανθηλίους λέγει καὶ χαλκέας τινὰς καὶ σκυτοτόμους καὶ βυρσοδέψας, καὶ ἀεὶ διὰ τῶν αὐτῶν τὰ αὐτὰ φαίνεται λέγειν, ὥστε ἄπειρος καὶ ἀνόητος ἄνθρωπος πᾶς ἂν τῶν λόγων καταγελάσειεν. Διοιγομένους δὲ ἰδὼν αὖ τις καὶ ἐντὸς αὐτῶν γιγνόμενος, πρῶτον μὲν νοῦν ἔχοντας ἔνδον μόνους εὑρήσει τῶν λόγων, ἔπειτα θειοτάτους καὶ πλεῖστα ἀγάλματα ἀρετῆς ἐν αὐτοῖς ἔχοντας καὶ ἐπὶ πλεῖστον τείνοντας, μᾶλλον δὲ ἐπὶ πᾶν ὅσον προσήκει σκοπεῖν τῷ μέλλοντι καλῷ κἀγαθῷ γενέσθαι.

        (Πλάτωνος , Συμπόσιον , 221d- 222a)

σιληνοὶ διοιγόμενοι                         : σιληνόμορφες ντουλάπες φύλαξης αγαλμάτων

περιαμπέχομαί τι                             : περιτυλίγομαι με κάτι

δορά                                            : δέρμα

ὄνος κανθήλιος                               : σαμαρωμένος γάιδαρος

χαλκεύς                                         : χαλκωματάς

σκυτοτόμος                                    : παπουτσής, υποδηματοποιός

βυρσοδέψης                                   : γδάρτης, εκδοροσφαγέας

ἐπὶ πλεῖστον τείνοντας                     : επεκτείνονται σε ευρύτατη θεματική

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

        Ἴθι νυν, ὦ φίλε Εὐθύφρον, δίδαξον καὶ ἐμέ, ἵνα σοφώτερος γένωμαι, τί σοι τεκμήριόν ἐστι, ὡς πάντες θεοὶ ἡγοῦνται ἐκεῖνον ἀδίκως τεθνάναι, ὃς ἂν θητεύων ἀνδροφόνος γενόμενος, ξυνδεθεὶς ὑπὸ τοῦ δεσπότου τοῦ ἀποθανόντος, φθάσῃ τελευτήσας διὰ τὰ δεσμά, πρὶν τὸν ξυνδήσαντα παρὰ τῶν εξηγητῶν περὶ αὐτοῦ πυθέσθαι, τί χρὴ ποιεῖν, καὶ ὑπὲρ τοῦ τοιοῦτου δὴ ὀρθῶς ἔχει ἐπεξιέναι καὶ ἐπισκήπτεσθαι φόνου τὸν υἱὸν τῷ πατρί·  ἴθι, περὶ τούτων πειρῶ τί μοι σαφὲς ἐνδείξασθαι, ὡς παντὸς μᾶλλον πάντες θεοὶ ἡγοῦνται ὀρθῶς ἔχειν ταύτην τὴν πρᾶξιν· κἄν μοι ἱκανῶς ἐνδείξῃ, ἐγκωμιάζων σε ἐπὶ σοφίᾳ οὐδέποτε παύσομαι.

        (Πλάτωνος , Εὐθύφρων , 8d- 9b)

ἴθι (νυν)                                        : εμπρός (λοιπόν)  à επιτατικό της προστακτικής

θητεύω                                        : είμαι έμμισθος εργάτης

ξυνδοῦμαι                                      : δένομαι χειροπόδαρα

οἱ ἐξηγηταί                                    : ερμηνευτές των νόμων

ἐπεξέρχομαί τινί τινος                      : οδηγώ σε δίκη κάποιον για κάτι

ἐπισκήπτομαί τινί τινος                     :κατηγορώ κάποιον  για κάτι

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

        « Ἀλλὰ πρῶτον εὐλαβηθῶμέν τι πάθος μὴ πάθωμεν. » « Τὸ ποῖον ; » ἦν δ΄ ἐγώ. « Μὴ γενώμεθα,» ἦ δ΄ ὅς, «μισόλογοι, ὥσπερ οἱ μισάνθρωποι γιγνόμενοι· ὡς οὐκ ἔστιν,» ἔφη, «ὅτι ἄν τις μεῖζον τοῦτου κακὸν πάθοι ἢ λόγους μισήσας. Γίγνεται δὲ ἐκ τοῦ αὐτοῦ τρόπου μισολογία τε καὶ μισανθρωπία.  Ἥ τε γὰρ μισανθρωπία ἐνδύεται ἐκ τοῦ σφόδρα τινὶ πιστεῦσαι ἄνευ τέχνης, καὶ ἡγήσασθαι παντάπασί τε ἀληθῆ εἶναι καὶ ὑγιῆ καὶ πιστὸν τὸν ἄνθρωπον, ἔπειτα ὀλίγον ὕστερον εὑρεῖν τοῦτον πονηρόν τε καὶ ἄπιστον καὶ αὖθις ἕτερον· καὶ ὅταν τοῦτο πολλάκις πάθῃ τις καὶ ὑπὸ τούτων μάλιστα, οὓς ἂν ἡγήσαιτο οἰκειοτάτους τε καὶ ἑταιροτάτους, τελευτῶν δὴ θαμὰ προσκρούων μισεῖ τε πάντας καὶ ἡγεῖται οὐδενὸς οὐδὲν ὑγιὲς εἶναι τὸ παράπαν.  Ἢ οὐκ ᾔσθησαι σὺ τοῦτο γιγνόμενον ; »

        ( Πλάτωνος , Φαίδων , 89c-e)

ὡς οὐκ ἔστιν ὅτι                              : διότι δεν ...

ἐνδύομαι                                         : ενσταλάζομαι

θαμά                                              : συχνά

προσκρούω                                      : έρχομαι σε προστριβές

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

        Ὥσπερ καὶ Θαλῆν ἀστρονομοῦντα, ὦ Θεόδωρε, καὶ ἄνω βλέποντα, πεσόντα εἰς φρέαρ, Θρᾷττά τις ἐμμελὴς καὶ χαρίεσσα θεραπαινὶς ἀποσκῶψαι λέγεται ὡς τὰ μὲν ἐν οὐρανῷ προθυμοῖτο εἰδέναι, τὰ δ΄ ἔμπροσθεν αὐτοῦ καὶ παρὰ πόδας λανθάνοι αὐτόν. Ταὐτὸν δὲ ἀρκεῖ σκῶμμα ἐπὶ παντὸς ὅσοι ἐν φιλοσοφίᾳ διάγουσι. Τῷ γὰρ ὄντι τὸν τοιοῦτον ὁ μὲν πλησίον καὶ ὁ γείτων λέληθεν, οὐ μόνον ὅ, τι πράττει, ἀλλ΄ ὀλίγου καὶ εἰ ἄνθρωπός ἐστιν ἤ τι ἄλλο θρέμμα· τί δέ ποτ΄ ἐστὶν ἄνθρωπος καὶ τί τῇ τοιαύτῃ φύσει προσήκει διάφορον τῶν ἄλλων ποιεῖν ἢ πάσχειν, ζητεῖ τε καὶ πράγματ΄ ἔχει διερευνώμενος, Μανθάνεις γάρ που, ὦ Θεόδωρε.  Ἤ οὐ ;

        Ἔγωγε· καὶ ἀληθῆ λέγεις.

        (Πλάτωνος , Θεαίτητος , 174a-b)

φρέαρ                                               : πηγάδι, χαντάκι

Θρᾷττα                                              : Θρακιώτισσα

ἐμμελής                                             : ξύπνια

ἀποσκώπτω                                         : πειράζω, κοροϊδεύω

τῷ ὄντι                                             : πράγματι

ὀλίγου                                               : λίγο-πολύ

θρέμμα                                               : πλάσμα

πράγματα ἔχω                                     : προβληματίζομαι, κοπιάζω

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

        Ἱκανόν μοι δοκεῖς, ἔφην ἐγὼ, τεκμήριον λέγειν, ὅτι οὐχ αὕτη ἐστὶν ἡ τῶν λογοποιῶν τέχνη, ἣν ἂν κτησάμενός τις εὐδαίμων εἴη. Καίτοι ἐγὼ ᾤμην ἐνταῦθά που φανήσεσθαι τὴν ἐπιστήμην ἣν δὴ πάλαι ζητοῦμεν. Καὶ γάρ μοι οἵ τε ἄνδρες αὐτοὶ οἱ λογοποιοί, ὅταν συγγένωμαι αὐτοῖς, ὑπέρσοφοι, ὦ Κλεινία, δοκοῦσιν εἶναι, καὶ αὐτὴ ἡ τέχνη αὐτῶν θεσπεσία τις καὶ ὑψηλή. Καὶ μέντοι οὐδὲν θαυμαστόν· ἔστι γὰρ τῆς τῶν ἐπῳδῶν τέχνης μόριον μικρῷ τε ἐκείνης ὑποδεεστέρα. Ἡ μὲν γὰρ τῶν ἐπῳδῶν ἔχεὼν τε καὶ φαλαγγίων καὶ σκορπίων καὶ τῶν ἄλλων θηρίων τε καὶ νόσων κήλησίς ἐστιν, ἡ δὲ δικαστῶν τε καὶ ἐκκλησιαστῶν καὶ τῶν ἄλλων ὄχλων κήλησίς τε καὶ παραμυθία τυγχάνει οὖσα· ἢ σοί, ἔφην ἐγώ, ἄλλως πως δοκεῖ ;

        (Πλάτωνος , Εὐθύδημος , 289d-290a)

λογοποιός                                       : λογογράφος

συγγίγνομαί τινι                               : συναναστρέφομαι με κάποιον

ὁ ἐπῳδός                                        : μάγος

ὁ, ἡ ἔχις (ἔχεως)                               : φίδι, κυρίως η οχιά

τὸ φαλάγγιον                                   : αράχνη

κήλησις                                           : γοητεία, σαγήνη

ἐκκλησιαστής                                   : ο μετέχων στην εκκλησία του δήμου