Φιλοσοφικός Λόγος - υποστηρικτικό υλικό

 

1. Ερμηνευτική ανάλυση των ενοτήτων της εξεταστέας ύλης του Πρωταγόρα

 

 

Από: «Μύθος και Λόγος στον Πλάτωνα»

του Σ. Τσέλικα

Δημοσίευση στην «Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα»    (Κάντε κλικ: www.greek-language.gr) 

 

2. Μύθος και λόγος στον Πρωταγόρα (317e-328d)

2.1. Η επιχειρηματολογία του Σωκράτη

Θέμα του πλατωνικού Πρωταγόρα αποτελεί το περιεχόμενο της σοφιστικής διδασκαλίας και ειδικότερα η δυνατότητα διδασκαλίας της πολιτικής αρετής, την οποία υπόσχονται πως διδάσκουν οι Σοφιστές. Συγκεκριμένα, ο Σωκράτης ως εκπρόσωπος του Ιπποκράτη, ο οποίος επιθυμεί να γίνει μαθητής του Πρωταγόρα, εξαναγκάζει με τις επίμονες ερωτήσεις του τον τελευταίο να ορίσει επακριβώς το περιεχόμενο της διδασκαλίας του: τὸ δὲ μάθημά ἐστιν εὐβουλία περί τε τῶν οἰκείων, ὅπως ἂν ἄριστα τὴν αὑτοῦ οἰκίαν διοικοῖ, καὶ περὶ τῶν τῆς πόλεως, ὅπως τὰ τῆς πόλεως δυνατώτατος ἂν εἴη καὶ πράττειν καὶ λέγειν (318e). Κατά συνέπεια, ο Πρωταγόρας ισχυρίζεται πως διδάσκει την πολιτική τέχνη, έχει δηλαδή την ικανότητα να καταστήσει τους μαθητές του ικανούς πολίτες και στην ιδιωτική και στη δημόσια ζωή τους. Η ένσταση του Σωκράτη απέναντι στον παραπάνω ισχυρισμό του Πρωταγόρα είναι πως ο ίδιος είχε ως τώρα την εντύπωση ότι η πολιτική τέχνη δεν μπορεί να διδαχθεί. Για να στηρίξει την εντύπωσή του, χρησιμοποιεί δύο εμπειρικά επιχειρήματα που αφορούν, το πρώτο στη δημόσια συμπεριφορά των Αθηναίων, το δεύτερο στην ιδιωτική ζωή των μεγάλων πολιτικών ανδρών (μὴ τοίνυν ὅτι τὸ κοινὸν τῆς πόλεως οὕτως ἔχει, ἀλλὰ ἰδίᾳ ἡμῖν οἱ σοφώτατοι καὶ ἄριστοι τῶν πολιτῶν, 319e):

  • (α) Το πρώτο επιχείρημα στηρίζεται στην αντιπαράθεση της πολιτικής τέχνης προς τις άλλες τέχνες ως προς τον τρόπο που τις αντιμετωπίζουν οι Αθηναίοι στις δημόσιες συζητήσεις τους. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση των τεχνών που διδάσκονται, όπως είναι η αρχιτεκτονική ή η ναυπηγική, οι Αθηναίοι στις δημόσιες συζητήσεις τους δέχονται τη συμβουλή μόνο των ειδικών, στη περίπτωση όμως αποφάσεων για τη διοίκηση της πόλης επιτρέπουν στον καθένα να εκφράσει τη γνώμη του, πράγμα που σημαίνει πως δεν θεωρούν την πολιτική τέχνη εξειδικευμένη γνώση που αποκτιέται με διδασκαλία, όπως οι άλλες τέχνες.
  • (β) Οι μέγιστοι πολιτικοί άνδρες της Αθήνας, που ασφαλώς κατέχουν την πολιτική τέχνη και θα ήταν οι κατεξοχήν αρμόδιοι να τη διδάξουν, αποδείχτηκαν ανίκανοι να τη μεταδώσουν στους άλλους και κυρίως στα παιδιά τους, άρα η συγκεκριμένη τέχνη αποκλείεται να μπορεί να διδαχθεί.

Ασφαλώς δεν θα πρέπει να καταλάβουμε κυριολεκτικά τη δήλωση του Σωκράτη πως δεν πιστεύει στη δυνατότητα διδασκαλίας της αρετής, αλλά θα πρέπει να την εννοήσουμε ως ειρωνικό ισχυρισμό. Η σωκρατική ειρωνεία στο σημείο αυτό στόχο έχει να εξαναγκάσει τον Πρωταγόρα να αποδείξει την αντίθετη θέση. Αν ο ισχυρισμός του Σωκράτη ήταν κυριολεκτικός, τότε θα ήταν ακατανόητες οι συνεχείς απόπειρές του, στους πρώιμους πλατωνικούς διαλόγους, να οδηγήσει τους συνομιλητές του σε ορισμό των ηθικών εννοιών ή η πεποίθησή του πως κακός μπορεί να είναι κανείς μόνο από άγνοια. Επιπλέον, η ειρωνεία είναι εμφανής και στα επιχειρήματά του, που μιμούνται τον εμπειρικό χαρακτήρα της πρωταγόρειας επιχειρηματολογίας και προϋποθέτουν πως οι Αθηναίοι και οι μέγιστοι πολιτικοί άνδρες υπήρξαν σοφοί (ἐγὼ γὰρ Ἀθηναίους φημὶ σοφούς εἶναι, 319b·οἱ σοφώτατοι καὶ ἄριστοι τῶν πολιτῶν, 319e), κάτι που αμφισβητείται σε άλλους πλατωνικούς διαλόγους· πρβλ. τον συγγενικό ως προς το θέμα διάλογο Μένων (98b-100c), όπου οι πολιτικοί άνδρες εμφανίζονται να ενεργούν όχι με βάση την ἐπιστήμην, αλλά μόνο μιαν αθεμελίωτη ὀρθὴν δόξαν.

2.2. Ο μύθος του Πρωταγόρα

Ο Πρωταγόρας για να αντικρούσει το πρώτο επιχείρημα του Σωκράτη θα μεταχειριστεί δύο μορφές διδασκαλίας: έναν μύθο καταρχήν και λογική επιχειρηματολογία στη συνέχεια. Η χρήση του μύθου, παρότι αυτός δεν έχει αποδεικτική ισχύ, δικαιολογείται από τον ίδιο τον σοφιστή: είναι προτιμότερο να χρησιμοποιήσει τον μύθο ὡς πρεσβύτερος νεωτέροις και επειδή ο μύθος είναι χαριέστερος (320c). Ο μύθος επομένως λειτουργεί ως ευχάριστη εκλαΐκευση της σοφιστικής διδασκαλίας, την υποστηρίζει διασαφηνίζοντάς την. Ο συγκεκριμένος μύθος, που παρατίθεται από τον Πλάτωνα και αποτελεί μια εξιστόρηση της πιθανής εξέλιξης του ανθρώπινου πολιτισμού, ίσως είναι δημιουργία του ίδιου του Πρωταγόρα που περιλαμβανόταν στο έργο του Περὶ τῆς ἐν ἀρχῇ καταστάσεως.

Από τη στιγμή πάντως που ο Πρωταγόρας αποφασίζει να προσφύγει στο μέσο της μυθικής αφήγησης, αυτό έχει κάποιες συνέπειες για την παρουσίαση της άποψής του, που δεν θα πρέπει να αγνοηθούν κατά την ανάγνωση του μύθου. Καταρχήν, η ανθρώπινη κοινωνία και η λειτουργία της πολιτικής αρετής εντός της δεν θα περιγραφούν σε συγχρονικό επίπεδο, αλλά θα ερμηνευτούν μέσω της γένεσής τους σε ιστορική προοπτική, όπως γίνεται συνήθως στους μύθους, που ερμηνεύουν μια υφιστάμενη κατάσταση πραγμάτων με την αναγωγή της στις απαρχές. Επιπλέον, ο μύθος ως αφήγηση απαιτεί την ύπαρξη δρώντων υποκειμένων τα οποία με τη σκόπιμη δράση τους στοχεύουν σε κάποιο αποτέλεσμα. Έτσι, και στον συγκεκριμένο μύθο η εξέλιξη του ανθρώπινου πολιτισμού θα παρουσιαστεί ως αποτέλεσμα της εμπρόθετης δράσης κάποιων θεϊκών όντων. Την εμπλοκή αυτή των θεών στην ανθρώπινη ιστορία δεν θα πρέπει να την εκλάβουμε κυριολεκτικά, αλλά θα πρέπει να τη δούμε απλώς ως τυπικό στοιχείο των μύθων. Είναι γνωστή άλλωστε η αγνωστικιστική στάση του Πρωταγόρα απέναντι στο ζήτημα της ύπαρξης των θεών. Πίσω από τους θεούς και τις προθέσεις τους θα πρέπει να δούμε τη φύση με την αιτιότητά της. Αυτό σημαίνει επιπλέον πως τη φύση στον Πρωταγόρα δεν θα πρέπει να την αντιληφθούμε τελεολογικά, επειδή η δράση των θεών είναι σκόπιμη. Είναι απίθανο ο Πρωταγόρας να δεχόταν τελεολογικές ερμηνείες της φύσης και ασφαλώς αν το υποστήριζε θα παρουσίαζε τον άνθρωπο να διαθέτει εξαρχής την πολιτική τέχνη. Είναι εξάλλου γνωστή η επίκριση του Σωκράτη στον Φαίδωνα για τους προηγούμενους φιλοσόφους, που ερμήνευαν τη φύση χρησιμοποιώντας μηχανιστικές μόνο αιτίες και αποκλείοντας τα τελικά αίτια.

Σύμφωνα με τον μύθο του Πρωταγόρα, η ανθρώπινη ιστορία μοιράζεται σε δύο σαφώς διακεκριμένες φάσεις: στην πρώτη ο άνθρωπος χάρη στις έμφυτες τεχνικές δεξιότητές του ανέπτυξε τεχνικό πολιτισμό, κατά τη δεύτερη περίοδο δημιούργησε την κοινωνική οργάνωση· την πρώτη περίοδο εγκαινιάζει η προσφορά του Προμηθέα, τη δεύτερη η επέμβαση του Δία. Στο σημείο αυτό ο Πρωταγόρας τροποποιεί τον παραδοσιακό μύθο του Προμηθέα, προσαρμόζοντάς τον στις ανάγκες της επιχειρηματολογίας του, και διαφοροποιείται από προγενέστερες επεξεργασίες του. Συγκεκριμένα, τόσο ο Ησίοδος (Θεογ. 507-569), όσο και ο Αισχύλος (Προμ. Δεσμ. 436-506) μοιράζουν την ανθρώπινη ιστορία σε μια προπολιτισμική και μια πολιτισμένη κατάσταση· η μετάβαση και στις δύο περιπτώσεις πραγματοποιείται χάρη στον Προμηθέα και ερμηνεύεται απαισιόδοξα από τον Ησίοδο, αισιόδοξα από τον Αισχύλο. Ο Πρωταγόρας κρατά την αισιοδοξία του Αισχύλου, δίνει όμως ιδιαίτερη έμφαση όχι στην επέμβαση του Προμηθέα, αλλά στο πέρασμα από τον τεχνικό πολιτισμό, που ανέπτυξε καταρχήν ο άνθρωπος, στην οργάνωση κοινωνιών, γιατί η κοινωνική οργάνωση είναι αυτή που ενδιαφέρει την επιχειρηματολογία του.

Κατά την πρώτη φάση της ανθρώπινης ιστορίας, παρουσιάζεται η δημιουργία του ανθρώπου και των υπόλοιπων ζωντανών οργανισμών από τους θεούς μέσα στη γη και στη συνέχεια ο εξοπλισμός τους με τα φυσικά τους χαρακτηριστικά και τις έμφυτες ικανότητές τους. Ο εξοπλισμός των ζώων ανατίθεται στον Επιμηθέα και τον Προμηθέα, οι οποίοι έπειτα από εισήγηση του πρώτου θα προχωρήσουν σε κατανομή των αρμοδιοτήτων τους, κατανομή όμως εσφαλμένη, όπως δηλώνουν τα ονόματά τους, αφού ο Επιμηθέας, που σκέφτεται εκ των υστέρων, αναλαμβάνει τη διανομή, ενώ ο προνοητικός Προμηθέας ορίζεται να επιθεωρήσει εκ των υστέρων το αποτέλεσμα. Η κατανομή αρμοδιοτήτων ανάμεσα στα δύο αδέρφια αποτελεί ένα εύρημα του μύθου για να ερμηνευθεί η υπεροχή του ανθρώπου απέναντι στα άλλα ζώα ως προς τις φυσικές καταβολές του, καθώς αποτέλεσμα της κατανομής θα είναι αφενός η παράλειψη του Επιμηθέα να εξοπλίσει το ανθρώπινο είδος και αφετέρου ο προνομιακός εξοπλισμός του από τον Προμηθέα με θεϊκά δώρα, τη φωτιά και τις τεχνικές γνώσεις. Η διανομή των φυσικών χαρακτηριστικών και εφοδίων στα ζώα παρουσιάζεται τμηματικά: καταρχήν ο Επιμηθέας προσπαθεί να δημιουργήσει ισορροπίες ανάμεσα στα είδη του ζωικού βασιλείου ως προς τα φυσικά χαρακτηριστικά τους, προκειμένου να μην εξαφανιστεί κάποιο απ' αυτά (καὶ τἆλλα οὕτως ἐπανισῶν ἔνεμε. ταῦτα δὲ ἐμηχανᾶτο εὐλάβειαν ἔχων μή τι γένος ἀϊστωθείη, 321a)· στη συνέχεια τους παρέχει εφόδια για να αντιμετωπίζουν τις καιρικές συνθήκες (ἔπειτα πρὸς τὰς ἐκ Διὸς ὥρας εὐμάρειαν ἐμηχανᾶτο, 321a)· και τέλος ορίζει το είδος της τροφής τους, από την οποία εξαρτά και τη συχνότητα της αναπαραγωγής τους (τοὐντεῦθεν τροφὰς ἄλλοις ἄλλας ἐξεπόριζε, 321b). Ο Επιμηθέας όμως, όπως είναι αναμενόμενο κάνει κάποιο λάθος: δεν δείχνει την απαιτούμενη προνοητικότητα και τα εφόδια τού τελειώνουν πριν ολοκληρώσει τον εξοπλισμό όλων των ζώων. Το αποτέλεσμα είναι να μείνει το ανθρώπινο γένος εντελώς γυμνό και να κινδυνεύει με εξαφάνιση. Προκειμένου να αναπληρώσει την παράλειψη αυτή του αδερφού του ο Προμηθέας, προχωρεί σε κλοπή της φωτιάς και των τεχνικών γνώσεων από τους θεούς και τα χαρίζει στους ανθρώπους. Με τον τρόπο αυτόν το ανθρώπινο είδος σώθηκε από την εξαφάνιση, αλλά ταυτόχρονα και διαφοροποιήθηκε από τα άλλα ζώα, καθώς εφοδιάστηκε με θεϊκά χαρίσματα. Κατά συνέπεια οι τεχνικές γνώσεις και δεξιότητες, με τις οποίες ο άνθρωπος ανέπτυξε τις διάφορες τέχνες, ανήκουν στον φυσικό εξοπλισμό του και είναι έμφυτες, όπως δείχνει το γεγονός πως δόθηκαν στον άνθρωπο κατά τη στιγμή της δημιουργίας του, πριν ακόμη εμφανιστεί στο φως, όπως και τα χαρακτηριστικά των υπόλοιπων ζώων (ἐπειδὴ δ' ἄγειν αὐτὰ πρὸς φῶς ἔμελλον, 320d), ἤδη δὲ καὶ ἡ εἱμαρμένη ἡμέρα παρῆν, ἐν ᾗ ἔδει καὶ ἄνθρωπον ἐξιέναι ἐκ γῆς εἰς φῶς, 321c)). Σε αντίθεση με τις τεχνικές γνώσεις η πολιτική τέχνη δεν είναι έμφυτη στον άνθρωπο, γιατί δεν δόθηκε σ' αυτόν εξαρχής. Σύμφωνα με τον μύθο, ο Προμηθέας δεν μπόρεσε να την κλέψει, γιατί την κατείχε ο βασιλιάς των θεών, ο Δίας, και το παλάτι του Δία το φύλαγαν φοβεροί φρουροί. Αντιθέτως, ήταν εύκολο να κλέψει τη φωτιά και τις τεχνικές γνώσεις από το εργαστήριο της Αθηνάς και του Ηφαίστου.

Χάρη στις τεχνικές του δεξιότητες, που τον διαφοροποιούν από τα άλλα ζώα και τον εξομοιώνουν με τους θεούς, ο άνθρωπος θα αναπτύξει διάφορες τέχνες, μερικές από τις οποίες αναφέρει ενδεικτικά ο Πρωταγόρας. Αναφέρεται καταρχήν η δημιουργία βωμών και αγαλμάτων των θεών και γενικότερα η ανάπτυξη της θρησκευτικής λατρείας· παρότι όμως ο Πρωταγόρας μιλά για τη δημιουργία της θρησκείας ως κοινωνικού φαινομένου και αναγνωρίζει πως αυτή αποτελεί φυσική ανάγκη του ανθρώπου, δεν παίρνει θέση για την ύπαρξη ή όχι του αντικειμένου της λατρείας, συνεπής προς την αγνωστικιστική στάση του στο ζήτημα των θεών. Στη συνέχεια αναφέρεται η δημιουργία της γλώσσας ως μέσου επικοινωνίας ανάμεσα στους ανθρώπους, και τέλος η εφεύρεση διάφορων πρακτικών τεχνών με τις οποίες κατασκευάζονται κατοικίες, ενδύματα, υποδήματα, κρεβάτια και παράγονται γεωργικά προϊόντα. Παρότι όμως ο άνθρωπος με τον τεχνικό πολιτισμό του κατάφερε να αναπληρώσει τις ελλείψεις που του άφησε ο Επιμηθέας και να εξασφαλίσει τη διαβίωσή του, δεν μπορούσε ακόμη να αντεπεξέλθει στον αγώνα του εναντίον των αγρίων θηρίων, γιατί εξακολουθούσε να είναι ασθενέστερος απ' αυτά. Ο λόγος ήταν το ότι οι άνθρωποι κατοικούσαν διασκορπισμένοι, επειδή δεν διέθεταν ακόμη την ικανότητα να οργανώσουν πολιτείες· γι' αυτό και δεν μπορούσαν να συνενώσουν τις δυνάμεις τους σ' έναν συντονισμένο πόλεμο εναντίον των άγριων θηρίων, αφού η πολεμική τέχνη απαιτεί οργάνωση και άρα προϋποθέτει την πολιτική τέχνη. Οι άνθρωποι βέβαια αντιλαμβάνονταν πως μόνο με τη συνάθροιση θα κατάφερναν να σωθούν, γι' αυτό και έκαναν απόπειρες να δημιουργήσουν πόλεις. Οι απόπειρες αυτές αποτύγχαναν, γιατί, κατά τον Πρωταγόρα όπως και για αρκετούς άλλους σοφιστές, βασικό χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης είναι η αδικία. Κατά συνέπεια, οι άνθρωποι κάθε φορά που επιχειρούσαν να συναθροισθούν, επειδή ακριβώς τους έλειπε η τέχνη της κοινωνικής οργάνωσης, που δεν τους είναι έμφυτη, αδικούσαν ο ένας τον άλλον, με αποτέλεσμα να διασκορπίζονται πάλι. Ως αποτέλεσμα της πείρας που συσσώρευαν οι άνθρωποι κατά τις επανειλημμένες αυτές απόπειρές τους κατάφεραν τελικά να αναπτύξουν την αἰδῶ και τη δίκην (σε μυθικό επίπεδο τους τις χάρισε ο Δίας). Αἰδὼς είναι η ντροπή που μας αποτρέπει από την παράβαση των άγραφων νόμων της ηθικής, ο αλληλοσεβασμός, ενώ η δίκη είναι ο σεβασμός προς τους γραπτούς νόμους της πολιτείας. Χάρη σ' αυτά τα δύο στοιχεία, που είναι επίκτητα, αφού οι άνθρωποι τα απέκτησαν κάποια στιγμή μέσα στην ιστορική τους πορεία, μπόρεσαν τελικά να δημιουργήσουν οργανωμένες κοινωνίες και να συνδεθούν με δεσμούς φιλίας. Σύμφωνα μάλιστα με τον μύθο, ο Δίας διέταξε τον Ερμή να μοιράσει την αἰδῶ και τη δίκην σε όλους τους πολίτες, σε αντίθεση με την εξειδικευμένη κατανομή των άλλων τεχνών, γιατί αλλιώς θα ήταν αδύνατο να υπάρξουν οργανωμένες κοινωνίες. Αυτό σε πραγματικό επίπεδο σημαίνει πως στις οργανωμένες πολιτείες όλοι οι πολίτες σε κάποιο βαθμό διαθέτουν την πολιτική αρετή, χωρίς αυτό όμως να υπονοεί πως είναι έμφυτη, αφού ακόμη και ο Δίας αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο κάποιος να μην την κατέχει και ορίζει γι' αυτόν ως τιμωρία τον θάνατο.

Μέσα από τη μυθική αφήγηση του Πρωταγόρα, γίνεται φανερό πως όσον αφορά στο δίπολο φύση-νόμος, που διατρέχει τη σκέψη όλων των σοφιστών, αυτός τάσσεται με το μέρος του νόμου. Κατά την άποψή του, η δημιουργία κοινωνιών, στην οποία προχώρησαν οι άνθρωποι έπειτα από μια συμφωνία, ένα είδος κοινωνικού συμβολαίου, αποτέλεσε μια θετική εξέλιξη στην ανθρώπινη ιστορία. Ο συμβατικός χαρακτήρας της κοινωνικής οργάνωσης δεν την καθιστά υποδεέστερη της φύσης, αλλά αντίθετα ο νόμος υπερβαίνει τη φύση και συμπληρώνει τις ατέλειές της. Κατά τον Πρωταγόρα επομένως η ανθρώπινη ιστορία είναι μια συνεχής πρόοδος κατά τη διάρκεια της οποίας η σπουδαιότερη κατάκτηση των ανθρώπων είναι η οργάνωση κοινωνιών, η θέσπιση νόμων που ρυθμίζουν τις σχέσεις τους.

Από τον μύθο του Πρωταγόρα συνάγονται δύο συμπεράσματα, που αναιρούν το πρώτο επιχείρημα του Σωκράτη:

  • (α) Η πολιτική αρετή δεν είναι έμφυτη στον άνθρωπο, αλλά επίκτητη, αφού την ανέπτυξε σε ένα μεταγενέστερο στάδιο της ιστορίας του, πράγμα που σημαίνει πως αυτή αποκτιέται με τη διδασκαλία.
  • (β) Στις οργανωμένες κοινωνίες όλοι οι πολίτες κατέχουν την πολιτική αρετή, γιατί όλοι την έχουν διδαχθεί από τα παιδικά τους χρόνια. Όπως θα τονίσει στη συνέχεια ο Πρωταγόρας, η οικογένεια, το σχολείο και η πολιτεία με τους νόμους της επιχειρούν σε μια συντονισμένη προσπάθεια να εντάξουν το παιδί στην κοινωνία μαθαίνοντάς του το σωστό και το λάθος.

Με την πρώτη θέση ο Πρωταγόρας αναιρεί τον ισχυρισμό του Σωκράτη ότι η αρετή δεν μπορεί να διδαχθεί, ενώ με τη δεύτερη, ως βασικός θεωρητικός της δημοκρατικής ιδεολογίας και φίλος του Περικλή, δικαιολογεί την πρακτική της Αθηναϊκής δημοκρατίας. Οι Αθηναίοι σωστά επιτρέπουν στον καθένα να εκφέρει τη γνώμη του για πολιτικά ζητήματα, αφού όλοι κατέχουν την πολιτική αρετή· αυτό όμως δεν σημαίνει, όπως υπέθεσε ο Σωκράτης, πως η αρετή δεν διδάσκεται.

2.3. Ο λόγος του Πρωταγόρα

Στη συνέχεια ο Πρωταγόρας, αναγνωρίζοντας πως ο μύθος του δεν μπορεί να διαθέτει αποδεικτική ισχύ (ἵνα δὲ μὴ οἴῃ ἀπατᾶσθαι), θα επιχειρήσει να στηρίξει με λογική επιχειρηματολογία τα δύο συμπεράσματα που προέκυψαν απ' αυτόν και με τα οποία αναιρείται το πρώτο επιχείρημα του Σωκράτη (323a5-324d2), και έπειτα θα περάσει στην αναίρεση του δεύτερου επιχειρήματος (324d3-328d2). Κατά την ανάπτυξη της επιχειρηματολογίας του ο Πρωταγόρας φροντίζει επιμελώς με αυτοαναφορικές φράσεις να υποδεικνύει στους ακροατές του την πορεία της σκέψης του και επίσης να καθιστά σαφές σε ποιο σημείο της επιχειρηματολογίας του Σωκράτη απαντά. Σε αντίθεση με τη μυθική αφήγηση, όπου η παρουσία του αντίπαλου λόγου είναι λανθάνουσα και εντοπίζεται μόνο στις τροποποιήσεις που επέφερε στον παραδοσιακό μύθο ο Σοφιστής, προκειμένου αυτός να εξυπηρετήσει την επιχειρηματολογία του, στον λόγο που ακολουθεί η παρουσία της αντίπαλης επιχειρηματολογίας είναι κυρίαρχη και σε σημαντικό βαθμό επηρεάζει τη διαμόρφωση και την εκφορά της. Η προσπάθεια του Πρωταγόρα να προσαρμόσει τον λόγο του στον προηγούμενο λόγο του Σωκράτη θα αποτελέσει οδηγό της αναγνωστικής διαδικασίας.

Ο Πρωταγόρας καταρχήν δικαιολογεί την πρακτική των Αθηναίων, στην οποία αναφέρθηκε προηγουμένως ο Σωκράτης, αποδεικνύοντας ότι αυτοί πιστεύουν πως ο καθένας έχει μερίδιο στην πολιτική αρετή, επομένως δικαιολογημένα δέχονται τη γνώμη του καθενός για πολιτικά ζητήματα. Το επιχείρημά του στηρίζεται σε μια αντιθετική σύγκριση της πολιτικής τέχνης προς τις άλλες τέχνες. Στην περιοχή των άλλων τεχνών θεωρούμε συνηθισμένο και σώφρον να παραδεχθεί κάποιος πως δεν κατέχει μια απ' αυτές, γιατί ασφαλώς δεν πιστεύουμε πως είναι αναγκαίο να τις κατέχουν όλοι· στην περίπτωση όμως της πολιτικής αρετής θεωρούμε παράλογο να παραδεχθεί κάποιος πως στερείται τελείως ηθικών αρχών και δεν σέβεται τη δικαιοσύνη· αντιθέτως περιμένουμε πως ακόμη και ο άδικος θα προσποιηθεί τον δίκαιο, ασφαλώς επειδή κρίνουμε αναγκαία την κατοχή της πολιτικής αρετής από όλους τους πολίτες. Με το συγκεκριμένο επιχείρημα, όπως και με τον μύθο προηγουμένως, ο Πρωταγόρας κατοχυρώνει το θεμέλιο της Αθηναϊκής δημοκρατίας: τη συμμετοχή όλων των πολιτών στη διαχείριση των κοινών.

Αφού κατοχύρωσε θεωρητικά τη περιγραφή της αθηναϊκής συμπεριφοράς στην οποία στήριξε το πρώτο του επιχείρημα ο αντίπαλός του (ὅτι μὲν οὖν πάντ' ἄνδρα εἰκότως ἀποδέχονται περὶ ταύτης τῆς ἀρετῆς σύμβουλον διὰ τὸ ἡγεῖσθαι παντὶ μετεῖναι αὐτῆς ταῦτα λέγω, 323c3-5), περνάει στη συνέχεια ο Πρωταγόρας στην αναίρεση του συμπεράσματος που έβγαλε απ' αυτή ο Σωκράτης και αποδεικνύει τη δυνατότητα διδασκαλίας της πολιτικής αρετής (ὅτι δὲ αὐτὴν οὐ φύσει ἡγοῦνται εἶναι οὐδ' ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου, ἀλλὰ διδακτόν τε καὶ ἐξ ἐπιμελείας παραγίγνεσθαι ᾧ ἂν παραγίγνηται, τοῦτό σοι μετὰ τοῦτο πειράσομαι ἀποδεῖξαι, 323c5-8). Το επιχείρημά του στηρίζεται καταρχήν στη διάκριση ανάμεσα σε φυσικά και επίκτητα χαρακτηριστικά και στον τρόπο που τα αντιμετωπίζουμε κι έπειτα σε μια ερμηνεία των ποινών που επιβάλλονται στους άδικους, περνώντας έτσι από το χώρο των ιδιωτικών σχέσεων των πολιτών στον χώρο της πολιτείας (ταύτην οὖν τὴν δόξαν πάντες ἔχουσιν, ὅσοιπερ τιμωροῦνται καὶ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ, 324b). Συγκεκριμένα, οι άνθρωποι όταν διαπιστώσουν πως κάποιος συνάνθρωπός τους έχει ένα φυσικό ελάττωμα (φύσει ἢ τύχει κακά, 323d), για παράδειγμα είναι άσχημος ή μικρόσωμος, δεν προσπαθούν να τον αλλάξουν με νουθεσίες και τιμωρίες, αλλά αντιθέτως τον συμπονούν, γιατί ξέρουν πως οτιδήποτε φυσικό δεν μπορεί να μεταβληθεί. Όταν όμως κάποιος είναι άδικος ή ασεβής και γενικά στερείται πολιτικής αρετής, τότε οργίζονται μαζί του και προσπαθούν να τον αλλάξουν με νουθεσίες και τιμωρίες, ασφαλώς επειδή θεωρούν τα ελαττώματα αυτά επίκτητα και πιστεύουν πως κάποιος μπορεί να τα αποβάλει με επιμέλεια, εξάσκηση και διδασκαλία (ὅσα ἀγαθὰ ἐξ ἐπιμελείας καὶ ἀσκήσεως καὶ διδαχῆς γίγνονται ἀνθρώποις, 323d). Η συμπεριφορά επομένως των ανθρώπων στις διαπροσωπικές τους σχέσεις αποδεικνύει πως αυτοί αποδέχονται τη δυνατότητα διδασκαλίας της αρετής. Το ίδιο συμπέρασμα προκύπτει και από την πρακτική της πολιτείας στο θέμα των ποινών. Η πολιτεία επιβάλλει τις ποινές στους άδικους όχι με στόχο την εκδίκηση ή την ανταπόδοση για ένα περασμένο αδίκημα (το παρελθόν άλλωστε δεν μπορεί να μεταβληθεί, όπως και τα φυσικά ελαττώματα), αλλά για να αποτρέψει από παρόμοια αδικήματα στο μέλλον. Στόχος της επομένως είναι ο σωφρονισμός του αδίκου και ο παραδειγματισμός των υπολοίπων πολιτών. Κατά συνέπεια η πολιτεία με την πρακτική της επικυρώνει την άποψη πως η αρετή μπορεί να διδαχθεί. Στο σημείο αυτό ο Πρωταγόρας στηρίζει την άποψή του σε μια ορθολογιστική (ὁ μετὰ λόγου ἐπιχειρῶν κολάζειν, 324b) ερμηνεία των ποινών, που είναι αρκετά πρωτοποριακή για την εποχή του, και απορρίπτει ως παράλογη και ζωώδη (ὅστις μὴ ὥσπερ θηρίον ἀλογίστως τιμωρεῖται, 324b) τη συνήθη ερμηνεία των ποινών ως εκδίκησης ή ανταπόδοσης. Πριν περάσει στην αναίρεση του δεύτερου επιχειρήματος του Σωκράτη, ο Πρωταγόρας συνοψίζει για μιαν ακόμη φορά την μέχρι τώρα επιχειρηματολογία του, υποδηλώνοντας παράλληλα πως επιβεβαίωσε και με τον λόγο του τα συμπεράσματα που προέκυψαν από τον μύθο: (α) ὡς εἰκότως ἀποδέχονται οἱ σοὶ πολῖται καὶ χαλκέως καὶ σκυτοτόμου συμβουλεύοντος τὰ πολιτικά, και (β) ὅτι διδακτὸν καὶ παρασκευαστὸν ἡγοῦνται ἀρετήν (324c-d). Εμφανής είναι στην κατάληξη αυτού του πρώτου μέρους της επιχειρηματολογίας η αυτοπεποίθηση του Πρωταγόρα, καθώς και η ειρωνική διάθεσή του προς τον Σωκράτη: εμφατική αναφορά στους Αθηναίους, τους συμπολίτες του Σωκράτη, που με τις απόψεις τους όμως επικυρώνουν τις θέσεις του σοφιστή· ειρωνική επαναφορά του χαλκέως και του σκυτοτόμου, που χρησιμοποίησε παραδειγματικά στα επιχειρήματά του ο Σωκράτης.

Αξίζει στο σημείο αυτό να σημειωθεί ο εμπειρικός χαρακτήρας της επιχειρηματολογίας του Πρωταγόρα, αφού αυτή βασίζεται στη συμπεριφορά και τις γνώμες της πλειοψηφίας: διὰ τὸ ἡγεῖσθαι παντὶ μετεῖναι αὐτῆς, ὅτι δὲ αὐτὴν οὐ φύσει ἡγοῦνται εἶναι, ὅτι διδακτὸν καὶ παρασκευαστὸν ἡγοῦνται ἀρετήν, κλπ. (πρβλ. επίσης τη συχνή χρήση αιτιολογικών μετοχών με υποκειμενική αιτιολογία). Η προσπάθεια αυτή να αποδειχθεί το διδακτό της αρετής με βάση τις απόψεις των πολλών δεν θα πρέπει να εκληφθεί ως αδυναμία της επιχειρηματολογίας του Πρωταγόρα, αλλά θα πρέπει να κατανοηθεί ως αναγκαία συνέπεια της γνωσιολογίας του. Κατά τον Πρωταγόρα η αλήθεια είναι πάντα σχετική και δεν υπάρχουν απόλυτα κριτήριά της. Σ' έναν τέτοιο κόσμο όπου βασιλεύει η σχετικότητα, το μοναδικό κριτήριο εγκυρότητας που μπορεί να ισχύσει είναι η γνώμη της πλειοψηφίας (τὸ κοινῇ δόξαν τοῦτο γίγνεται ἀληθὲς τότε, ὅταν δόξῃ καὶ ὅσον ἂν δοκῇ χρόνονΘεαίτητος 172b). Καθίσταται έτσι εμφανής η συνάφεια της γνωσιοθεωρίας του Πρωταγόρα με τη δημοκρατική ιδεολογία του. Παράλληλα όμως αποκαλύπτεται και η απόσταση που χωρίζει τη μεθοδολογία του Σοφιστή από τη μεθοδολογία του Σωκράτη και του Πλάτωνα: ο πρώτος δεν έχει τη δυνατότητα να προσφύγει σε μια αυστηρά παραγωγική μορφή συλλογισμού, όπως θα κάνει ο Σωκράτης στο δεύτερο μέρος του διαλόγου, όπου θέτει ως προϋπόθεση της απόδειξής του τον ορισμό του απόλυτου περιεχομένου της αρετής, προκειμένου να διαπιστώσει στη συνέχεια αν αυτή αναγκαστικά διαθέτει η όχι το κατηγόρημα του διδακτού.

Περνώντας στην αναίρεση του δεύτερου επιχειρήματος του Σωκράτη (ἔτι δὲ λοιπὴ ἀπορία ἐστίν, ἣν ἀπορεῖς περὶ τῶν ἀνδρῶν τῶν ἀγαθῶν, 324d), ο Πρωταγόρας δηλώνει προγραμματικά πως δεν θα χρησιμοποιήσει πλέον μύθο, αλλά θα περιοριστεί μόνο σε λογική επιχειρηματολογία (οὐκέτι μῦθόν σοι ἐρῶ, ἀλλὰ λόγον, 324d). Ο λόγος του αρθρώνεται σε δύο στάδια: δηλώνεται καταρχήν αρνητικά μ' ένα πιθανολογικό επιχείρημα πως είναι απίθανο οι ικανοί πολιτικοί άνδρες να μην διδάσκουν στα παιδιά τους κάτι τόσο σημαντικό και απαραίτητο όσο η πολιτική αρετή και στη συνέχεια αποδεικνύεται καταφατικά πως όχι μόνο οι πολιτικοί άνδρες αλλά και ολόκληρη η κοινωνία σε μια συντονισμένη ενέργεια προσπαθεί να μεταδώσει την πολιτική αρετή στα παιδιά. Το πιθανολογικό επιχείρημα στηρίζεται στην ασυμμετρία που θα υπήρχε, αν ίσχυε ο ισχυρισμός του Σωκράτη, ανάμεσα στη μεγάλη σπουδαιότητα της πολιτικής αρετής και στην έλλειψη διδασκαλίας της. Από τη στιγμή που στα προηγούμενα αποδείχτηκε η δυνατότητα διδασκαλίας της πολιτικής αρετής και η αναγκαιότητά της προκειμένου να υπάρξει κοινωνική οργάνωση, είναι παράδοξο οι πολιτικοί άνδρες να μην τη διδάσκουν στα παιδιά τους, αν λάβουμε μάλιστα υπόψη μας και το γεγονός ότι επιβάλλονται οι μέγιστες ποινές σε όποιον δεν την κατέχει. Η παραπάνω ασυμμετρία επηρεάζει και τη διατύπωση του συλλογισμού του Πρωταγόρα: πληθώρα υποθετικών προτάσεων, που τονίζουν τη σπουδαιότητα της πολιτικής αρετής, σύντομη διατύπωση του παράδοξου συμπεράσματος:σκέψαι ὡς θαυμασίως γίγνονται οἱ ἀγαθοί (325b).

Φυσικά ο Πρωταγόρας θα πρέπει να αποδείξει και καταφατικά τον ισχυρισμό του, και αυτό ακριβώς θα κάνει στη συνέχεια μ' ένα εμπειρικό επιχείρημα που βασίζεται στην εκπαίδευση των νεαρών Αθηναίων. Όλοι οι διαδοχικοί φορείς της εκπαίδευσης, οικογένεια, σχολείο και πολιτεία, καταβάλλουν συνεχείς προσπάθειες να εντάξουν το παιδί στην κοινωνία της πόλης διδάσκοντάς του την πολιτική αρετή. Οι γονείς αρχικά προσπαθούν ακόμη και με τιμωρίες να του μάθουν τη διάκριση ανάμεσα στο σωστό και στο λάθος· έπειτα οι δάσκαλοι, γραμματιστής, κιθαριστής και παιδοτρίβης, προσπαθούν, με τα πρότυπα της λογοτεχνίας, την επίδραση της μουσικής και τη γυμναστική, να διαμορφώσουν την ψυχή και το σώμα του και να τον κάνουνκαλὸν κἀγαθόν· τέλος η πολιτεία με τους νόμους της υποδεικνύει στον νεαρό Αθηναίο ένα πρότυπο ζωής. Ο Πρωταγόρας κλείνει την επιχειρηματολογία του απευθύνοντας στον Σωκράτη ένα ρητορικό ερώτημα: μετά από τόσες προσπάθειες που καταβάλλονται για τη διδασκαλία της πολιτικής αρετής, είναι δυνατόν να αμφιβάλλει ακόμη για τη δυνατότητα διδασκαλίας της; Το ερώτημα αντανακλά την αυτοπεποίθησή του για τη δραστικότητα της επιχειρηματολογίας του· δεν υπολογίζει όμως τη μεθοδολογική απόσταση που τον χωρίζει από τον Σωκράτη, και η οποία θα καταστεί φανερή στο δεύτερο μισό του διαλόγου.

Απομένει όμως κάτι ακόμη ανερμήνευτο στο επιχείρημα του Σωκράτη: διὰ τί οὖν τῶν ἀγαθῶν πατέρων πολλοὶ υἱεῖς φαῦλοι γίγνονται; (326e) Η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα θα δοθεί με σύγκριση της πολιτικής τέχνης προς τις άλλες τέχνες: όπως τα παιδιά των καλών τεχνιτών δεν είναι σίγουρο πως θα γίνουν κι αυτά καλοί τεχνίτες, έτσι και οι γιοί αγαθών πολιτών μπορεί να αποδειχθούν φαύλοι. Υπεύθυνη γι' αυτό το αποτέλεσμα είναι κατά τον Πρωταγόρα η φύση του μαθητή, γιατί η διδασκαλία μπορεί να είναι αποτελεσματική, μόνο αν προϋπάρχει ευφυία, μια φυσική κλίση προς το διδασκόμενο αντικείμενο ―όπως μαρτυρεί ένα απόσπασμά του,φύσεως καὶ ἀσκήσεως διδασκαλία δεῖται (Diels-Kranz 80B3). Ο Σωκράτης όμως θα έπρεπε να είναι ευχαριστημένος ακόμη και μ' αυτούς τους φαύλους πολίτες, γιατί ακόμη κι αυτοί χάρη στη συνεχή και εντατική διδασκαλία της πολιτικής αρετής την έχουν αφομοιώσει σε κάποιον βαθμό. Αυτό γίνεται εμφανές αν τους συγκρίνει κανείς με τους άγριους που δεν έχουν αναπτύξει ακόμα κοινωνική οργάνωση και στερούνται εντελώς την πολιτική αρετή. Το συμπέρασμα από τα παραπάνω είναι πως η διδασκαλία της πολιτικής αρετής είναι μια συνεχής διαδικασία μέσα στις οργανωμένες κοινωνίες και δύσκολα κάποιος μπορεί να εντοπίσει μια ειδική τάξη δασκάλων της· αυτό όμως δεν αποτελεί απόδειξη πως η αρετή δεν μπορεί να διδαχθεί, όπως και η εκμάθηση της μητρικής γλώσσας δεν απαιτεί απαραίτητα την παρουσία δασκάλου. Τίθεται όμως τότε το ερώτημα ποιος είναι ο ρόλος του Πρωταγόρα: αυτοσυστήνεται λοιπόν αυτός με μετριοφροσύνη, στο τέλος του λόγου του, ως ένας λίγο καλύτερος δάσκαλος της αρετής, που μπορεί να ωφελήσει τους μαθητές του περισσότερο από τους άλλους ανθρώπους. Κλείνοντας τέλος τον λόγο του ο Πρωταγόρας θα συνοψίσει για άλλη μια φορά με αυτοπεποίθηση τα συμπεράσματα της επιχειρηματολογίας του, υπενθυμίζοντας παράλληλα στον Σωκράτη πως με τον μύθο και τον λόγο του έχει αναιρέσει τα επιχειρήματά του, αφού απέδειξε ὡς διδακτὸν ἀρετὴ καὶ Ἀθηναῖοι οὕτως ἡγοῦνται, καὶ ὅτι οὐδὲν θαυμαστὸν τῶν ἀγαθῶν πατέρων φαύλους υἱεῖς γίγνεσθαι καὶ τῶν φαύλων ἀγαθούς (328c).

 

2. Μυθολογικές γνώσεις για θεογονία, κοσμογονία και ανθρωπογονία

 

Κείμενα προερχόμενα από: www.theogonia.gr/cosmogonia.htm (Κάντε κλικ, για να βρείτε περισσότερο υλικό)

 

Α) Η θεογονία του Ομήρου

Θεών γένεσις
Οι μαρτυρίες που βρίσκονται στην Ιλιάδα του Ομήρου σχετικά με τη γέννηση των θεών και τη δημιουργία του κόσμου είναι σκορπισμένες αλλά αρκετές έτσι ώστε να σχηματίσουμε μια ιδέα για τη θεολογία του Ομήρου.

Ο Όμηρος θεωρεί σαν πρώτη αρχή από την οποία γεννήθηκαν οι θεοί τον Ωκεανό.

"ποταμοίο ρέεθρα Ωκεανοίο, ός περ γένεσις πάντεσσι τέτυκται"
(ο ποταμός Ωκεανός με τα ρεύματά του υφίσταται σαν πηγή υπάρξεως όλων των όντων)
Ιλιάδα, Ξ, 246

Ο Ωκεανός είναι η έσχατη περιοχή του σύμπαντος, γιατί δεν εκβάλλει σε κάποιο άλλο, ξένο ως προς τον εαυτό του ρεύμα, αλλά τα ρεύματά του επανέρχονται στην ίδια του την κοίτη.

Σύμφωνος με τους παλιούς μύθους ο Όμηρος επαναλαμβάνει ότι ο πρώτος θεός του κόσμου ήταν ο Ωκεανός. Ο Ωκεανός όταν ζευγάρωσε με τη σύζυγό του Τηθύν απόκτησε παιδιά τους άλλους θεούς.

Σημαντική θέση σε αυτήν την ιεραρχία κατέχει και ο Ουρανός από τον οποίο κατάγονται θεοί, αφού και οι Ολύμπιοι θεοί και οι Τιτάνες αποκαλούνται Ουρανίωνες.

Ο Δίας με τον Κρόνο αγωνίζονται για την εξουσία ανάμεσα στους θεούς και ο ηττημένος Κρόνος μαζί με τους Τιτάνες εξορίζεται στον Τάρταρο, στην έσχατη δηλαδή περιοχή του σύμπαντος, σύμφωνα με την αρχαία ελληνική αντίληψη.

 

Κατόπιν κληρώσεως οι τρεις γιοι του Κρόνου, Ζευς (Δίας), Ποσειδών και Άδης κυριαρχούν στον ουρανό, στη θάλασσα και στον Κάτω κόσμο αντίστοιχα. Όσο για τη γη συμφωνούν να την κυβερνούν κι οι τρεις από κοινού. Ανώτερος όλων θεωρείται ο Ζευς, ο οποίος ονομάζεται «πατέρας θεών και ανθρώπων» και παίρνει το επίθετο «Κρονίδης» και με αυτό χαρακτηρίζεται σαν ο διάδοχος στην εξουσία του Κρόνου, αφού δηλώνεται σαν ο κύριος κληρονόμος αυτής.

Με την Ήρα έχει αποκτήσει τον Άρη, με τη Λητώ τον Απόλλωνα και την Άρτεμη, με τη Διώνη την Αφροδίτη. Παιδιά του είναι ακόμα η Αθηνά, ο Ήφαιστος, οι Μούσες, οι Νύμφες των βουνών, η Άτη, οι Λιτές.

 

 

 

 

 

Β) Η θεογονία του Ησιόδου

 

Ησίοδος:πρώτα γεννήθηκε το Χάος

Χάος - Γαία - Έρως
Στην Θεογονία του Ησίοδου προϋπάρχουν τρία στοιχεία, το Χάος, η Γαία και ο Έρως. Αυτές οι τρεις μορφές δεν έχουν γεννηθεί η μία από την άλλη. Είναι αυτογέννητες κι απέχουν μόνο χρονικά στη σειρά της γέννησής τους. Από τους τρεις πρώτους θεούς μόνο ο Έρως δε γεννά απογόνους. Αυτός ενώνει και ωθεί τις άλλες δυνάμεις σε δημιουργία.
Από το Χάος γεννήθηκαν το Έρεβος και η Νύχτα. Κι από την ένωση των δυο τους γεννήθηκαν ο Αιθέρας και η Ημέρα.
Η Γαία χωρίς ερωτική ένωση γεννά μόνη της τον Ουρανό, που έχει όση έκταση έχει κι εκείνη. Γέννησε επίσης τα Όρη και τον Πόντο. Έτσι όλη η διαμόρφωση του κόσμου ξεκινά από εκείνη. Η Γαία δημιουργεί το σύμπαν γεννώντας τα συστατικά του.
Παραχωρεί μέρος από τις εξουσίες της στον Ουρανό και τεκνοποιεί από το σπέρμα του τον Ωκεανό, τον Κοίο, τον Κρείο, τον Υπερίονα, τη Θεία, τη Ρέα, τη Θέμιδα, τη Μνημοσύνη, τη Φοίβη, την Τηθύα, τον Κρόνο. Εκτός από τους Τιτάνες γέννησε τους Κύκλωπες και τους Εκατόγχειρες.

Ουρανός - Κρόνος - Ζευς (Δίας)
Ο Ουρανός χάνει την εξουσία του από τον Κρόνο, ο οποίος του κόβει τα γεννητικά όργανα. Από το αίμα του Ουρανού γεννιούνται οι Ερινύες, οι Γίγαντες, οι Μελίες και από το σπέρμα του κομμένου αιδοίου του γεννιέται η Αφροδίτη.

 

Ο Ουρανός προφητεύει ότι ο Κρόνος θα χάσει την εξουσία από κάποιο από τα παιδιά του. Για το λόγο αυτό καταπίνει όποιο παιδί γεννάει η σύζυγός του Ρέα. Καταπίνει τη Δήμητρα, την Εστία, την Ήρα, τον Άδη και τον Ποσειδώνα. Όταν έρχεται η σειρά να γεννηθεί ο Δίας η Ρέα δίνει στον Κρόνο έναν σπαργανωμένο λίθο αντί του νεογέννητου Διός και κρύβει το βρέφος σε ένα σπήλαιο του όρους Δίκτη στην Κρήτη.

Όταν μεγαλώνει ο Δίας αναγκάζει τον Κρόνο να βγάλει από την κοιλιά του τα αδέλφια του κι ύστερα από συγκρούσεις, ο Δίας, παίρνει την εξουσία στα χέρια του και από τότε ξεκινά η εποχή των Ολύμπιων θεών.


 

 

 

 

 

Γ) Ορφική θεογονία, κοσμογονία και ανθρωπογονία.

 

Το κοσμικό αβγό

Θεογονία, κοσμογονία και ανθρωπογονία.
Οι ορφικοί, οπαδοί θρησκευτικής κίνησης που εμφανίστηκε τον 6ο π.Χ. αι., απέδιδαν την ίδρυση της θρησκείας τους στον Ορφέα και τον θεωρούσαν δημιουργό πολλών επικών ποιημάτων με τον τίτλο Θεογονίαι. Το μεγαλύτερο μέρος από αυτά τα ποιήματα έχει χαθεί.

Στη θεογονία των ορφικών εκτός από το χάος, τη γαία, τον ουρανό, τον ωκεανό υπάρχουν κι άλλες πρωταρχικές δυνάμεις όπως ο χρόνος, ο αιθέρας, το ύδωρ και το κοσμικό αβγό.

Η δημιουργία

Στην αρχή υπήρχε ο αγήραος (αγέραστος) χρόνος. Από το χρόνο δημιουργήθηκε ο αιθήρ και γύρω του ένα απέραντο χάσμα, το χάος τυλιγμένο σε βαθύ έρεβος. Μέσα στον αιθέρα δημιούργησε ο χρόνος το κοσμικό αβγό, που έλαμπε μέσα στο χάος. Από το αργυρό αβγό (ωόν αργύφεον) εκκολάφθηκε ο Φάνης, (ή Φαέθων ή Πρωτόγονος ή Μήτις ή Έρως ή Ηρικεπαίος) που ήταν και αρσενικός και θηλυκός, με τέσσερα μάτια, τέσσερα κεφάλια με μορφή ζώου, χρυσά φτερά και φωνή λιονταριού και κριού. Το όνομά του υποδηλώνει το φως και τον θεωρούσαν σαν το φωτεινό δημιουργό του κόσμου. Δημιούργησε τον ουρανό για να κατοικούν οι θεοί, τη γη και τη σελήνη. Με την αδελφή του τη Νύχτα γέννησε τον Ουρανό, που τον έκανε κυρίαρχο στους θεούς και τη Γη (ος πρώτος βασίλευσε θεών μετά μητέρα Νύκτα).

Η διαδοχική γέννηση των θεών γίνεται όπως και στη Θεογονία του Ησίοδου με κάποιες μικρές αποκλίσεις. Ο Ουρανός εκδιώκεται από τον Κρόνο κι εκείνος με τη σειρά από το Δία, που δημιουργεί εκ νέου τον κόσμο.
Ο Ζευς καταβροχθίζει το Φάνητα κι έτσι γίνεται παντοδύναμος και κυρίαρχος των πάντων. Κέντρο της θεογονίας είναι ο γιος του Δία και λυτρωτής του κόσμου Ζαγρεύς Διόνυσος. Ο Διόνυσος Ζαγρεύς ήταν γιος του Δία και της Κόρης - Περσεφόνης και με τη γέννησή του τερματίζεται η δημιουργία θεϊκών όντων.

Οι Τιτάνες κατατεμαχίζουν και κατασπαράζουν το Διόνυσο, μόνο που η Αθηνά καταφέρνει να περισώσει την καρδιά του με την οποία ο Δίας τον ξαναδημιουργεί και τον επαναφέρει στη ζωή. Ο Δίας με τους κεραυνούς του τιμωρεί τους Τιτάνες και από τη στάχτη τους φτιάχνει το γένος των ανθρώπων. Αλλά επειδή η τέφρα των Τιτάνων περιείχε και την τέφρα του καταβροχθισθέντος Διονύσου, ο άνθρωπος έχει δυο φύσεις. Μία τιτανική και μία θεϊκή. Θεϊκή είναι η ψυχή του και τιτάνιο είναι το σώμα του.

Η ψυχή για τους Ορφικούς - Μια σειρά μετεμψυχώσεων
Σύμφωνα με τους ορφικούς η ανθρώπινη ψυχή φυλακίστηκε μέσα το σώμα ως συνέπεια του αμαρτήματος των Τιτάνων. Οι άνθρωποι οδηγούνται προς τη λύτρωση μέσα από την προσπάθεια να αποσπάσουν και να διαχωρίσουν μέσα τους το θεϊκό στοιχείο από το τιτανικό.

Αλλά η οδός αυτή είναι μακρά, γιατί η ψυχή υπόκειται συνεχώς σε νέες μετενσαρκώσεις, επιστρέφοντας στη γη μετά από πρόσκαιρη διαμονή στον Άδη και πρέπει να ολοκληρώσει ολόκληρο τον κύκλο των γενέσεων και τη σειρά των μετεμψυχώσεων γιατί:

στιν νάγκης χρμα, θεν ψήφισμα παλαιόν,
ίδιον, πλατέεσσι κατεσφρηγισμένον ρκοις·
ετέ τις μπλακίηισι φόνωι φίλα γυα μιήνηι,
<νείκεΐ θ'> ς κ(ε) πίορκον μαρτήσας πομόσσηι,
δαίμονες οτε μακραίωνος λελάχασι βίοιο,
τρίς μιν μυρίας ρας π μακάρων λάλησθαι,
φυομένους παντοα δι χρόνου εδεα θνητν
ργαλέας βιότοιο μεταλλάσσοντα κελεύθους.
αθέριον μν γάρ σφε μένος πόντονδε διώκει,
πόντος δ' ς χθονς οδας πέπτυσε, γαα δ' ς αγς
ελίου φαέθοντος, δ' αθέρος μβαλε δίναις·
λλος δ' ξ λλου δέχεται, στυγέουσι δ πάντες.
τν κα γ νν εμι, φυγς θεόθεν κα λήτης,
νείκεϊ μαινομένωι πίσυνος.
(Υπάρχει χρησμός της ανάγκης, απόφαση των θεών από παλιά... τρεις μυριάδες εποχές να περιπλανιόνται μακριά από τη χώρα των Μακάρων, και να παίρνουν κατά τη γέννησή τους, με το πέρασμα του χρόνου, παντοειδείς μορφές θνητών... από αυτούς είμαι κι εγώ, εξόριστος των θεών και περιπλανώμενος)

Ο Εμπεδοκλής στον οποίο ανήκουν οι παραπάνω στίχοι ισχυρίζεται ακόμη:

δη γάρ ποτ' γ γενόμην κορός τε κόρη τε
θάμνος τ' οωνός τε κα ξαλος λλοπος χθύς.
(μέχρι τώρα κάποτε έγινα και αγόρι και κορίτσι και θάμνος και πουλί και υδρόβιος άλαλος ιχθύς)

Το τέρμα του κύκλου των γεννήσεων σημαίνει, για τους ορφικούς, τον πλήρη εξαγνισμό της ψυχής, η οποία επιστρέφει στο θεό του οποίου είναι μέρος.

Ο Δίας μια πανθεϊστική θεότητα

Στους ορφικούς ο Δίας κατέχει τη θέση μιας πανθεϊστικής θεότητας

Ζεὺς πρῶτος γένετο, Ζεὺς ὕστατος ἀρχικέραυνος·
Ζεὺς κεφαλή, Ζεὺς μέσσα, Διὸς δ' ἐκ πάντα τέτυκται·
Ζεὺς πυθμὴν γαίης τε καὶ οὐρανοῦ ἀστερόεντος·
Ζεὺς ἄρσην γένετο, Ζεὺς ἄμβροτος ἔπλετο νύμφη·
Ζεὺς πνοιὴ πάντων, Ζεὺς ἀκαμάτου πυρὸς ὁρμή·
Ζεὺς πόντου ῥίζα, Ζεὺς ἥλιος ἠδὲ σελήνη·
Ζεὺς βασιλεύς, Ζεὺς ἀρχὸς ἁπάντων ἀρχικέραυνος·
πάντας γὰρ κρύψας αὖθις φάος ἐς πολυγηθὲς
ἐκ καθαρῆς κραδίης ἀνενέγκατο, μέρμερα ῥέζων.

(Ο Ζευς είναι η κεφαλή, ο Ζευς είναι η μέση και από το Δία δημιουργούνται τα πάντα.
Ο Ζευς είναι ο πυθμένας της γης και του έναστρου ουρανού.
Ο Ζευς έγινε άνδρας και αθάνατη νύμφη.
Ο Ζευς είναι η πνοή των πάντων, η ορμή του ακούραστου πυρός,
η ρίζα της θάλασσας. Ο Ζευς είναι ο ήλιος και η σελήνη.
Ο Ζευς με τους λαμπρούς κεραυνούς είναι η αρχή των πάντων...)