25 Μαρτίου 2013

 

 

 

                          Αφιέρωμα στην 25η Μαρτίου του 2013

 

 

Καϋμένε Νικηταρά Τουρκοφάγε, πού να ήξερες...

2013-02-27 00:16

    Το κείμενο που ακολουθεί προσφέρεται για γόνιμο προβληματισμό σχετικά με τα ιδανικά του Ελληνισμού κατά την Επανάσταση του 1821. Καλό θα ήταν η ανάγνωση να εγείρει ερωτήματα του τύπου: "Με ποια ιδανικά επαναστατήσαμε;" , "Ποιοι τα εγκατέλειψαν πριν καν - πόσο μάλλον μετά- την ολοκλήρωση της Επανάστασης;" , "Ποιοι κράτησαν τις τύχες του έθνους στα βέβηλα χέρια τους για δύο περίπου αιώνες;'' . Στη συνέχεια, βέβαια, ο προβληματισμός θα πρέπει από ιστορικού τύπου να μεταρσιωθεί σε υπαρξιακό, ίσως και μεταφυσικό, διερωτώμενοι ως άλλοι "Μοιραίοι" του Κώστα Βάρναλη, αν φταίει το ζαβό το ριζικό μας, ο Θεός που μας μισεί ή αν αξιόμεμπτο είναι το διεστραμμένο το μυαλό μας και η ψυχή μας η ζαβή!

Απολαύστε το, λοιπόν!

Δημητρίου Kαμπουρόγλου

"Η Αφιλοκέρδεια του Νικηταρά"

(25 Μαρτίου 1927)

(Τμήμα του πλήρους κειμένου)

Ἀμύθητα ἦσαν τὰ ἀπὸ τῆς μάχης τῶν Δερβενακίων περισυλλεγέντα λάφυρα. Καὶ σημειώνει ὁ Κολοκοτρώνης:

«Θησαυροὺς καὶ ἅρματα ὡραῖα, τὰ ἐπῆραν οἱ Ἕλληνες. Αὐτὸ τὸ στράτευμα τῶν Τούρκων ἦτον ὅλο πλούσιο, γιατί τὰ εἶχε πάρει ἀπὸ τὸν θησαυρὸ τοῦ Ἀλῆ πασᾶ ποὺ τὸν ἐπολεμοῦσε».

Εἰς τὴν περιγραφὴν τῆς ἐπιούσης τῆς πρώτης μάχης σημειοῦνται τὰ ἑξῆς σχετικά:

«Ἐδῶ ἀποσκευαί, πλούσιαι ἐνδυμασίαι, κιδάρες, διεσκορπισμέναι σκηναί, σημαῖαι, σάλπιγγες, τύμπανα, λαμπρὰ ὅπλα, πιστόλια, σπαθιά, μάχαιραι, λόγχαι, ἐφίππια, σκεύη ἀργυρᾶ καὶ χρυσᾶ, πολύτιμοι λίθοι, καὶ ποικίλα τιμαλφῆ, χρήματα καὶ τροφαὶ τῆδε κακεῖσε. Παρέκει ἵπποι πλανώμενοι ἄνευ ἱππέων καὶ χρεμετίζοντες».
Καὶ τὸ ταμεῖον τοῦ στρατοῦ ἐδῶ ἀπέμεινε καὶ αὐτό.
Καὶ ἀναγράφει ὁ προμνημονευθεὶς χρονογράφος:
«Αἱ δὲ καμῆλες γονατισταὶ μετὰ τοῦ φορτίου των ἐφαίνοντο ὡσὰν νὰ προσέφερον εὐλαβῶς εἰς τοὺς νικητὰς τὰ λάφυρα τῶν ἡττηθέντων».
Ἐπίσης μετὰ τὴν δευτέραν μάχην συνεκεντρώθη μέγας ἀριθμὸς λαφύρων, ἰδίως ἐκ τῶν εἰς δώδεκα μεγάλα κιβώτια, τοῦ φονευθέντος πρώην μεγάλου Βεζύρη καὶ τοῦ Δράμαλη, μεταφερομένων ἀντικειμένων. Καὶ τί δὲν ἦσαν εἰς τὰ λάφυρα ταῦτα!
Μέσῳ πολλῶν ἄλλων καὶ σπάθη ἀδαμαντοκόλλητος ἔχουσα τὴν λεπίδα ἐκ πολυτίμου μαύρου Περσικοῦ μετάλλου μετὰ χρυσῆς ἐπιγραφῆς• κατὰ τὴν λαβὴν εἶχεν αὕτη ἕν μέγα ρουμπίνι κυκλούμενον ὑπὸ ἕξ ἄλλων τοιούτων• ἡ δὲ θήκη της ἦτο ἐκ καθαροῦ χρυσοῦ ὡς καὶ οἱ θύσανοι. Ἐπίσης ἀργυρᾶ ἐγχειρίδια καὶ γιαταγάνια, πολύτιμοι τάπητες καὶ 9 χιλιάδες λίραι. Πλῆθος ἀργυρῶν σκευῶν καὶ ἄλλων τιμαλφῶν ἀντικειμένων, ἐν οἷς βεβαίως καὶ χρυσᾶ ὡρολόγια.
Καὶ ὁ ἀναγινώσκων τὴν περιγραφὴν τῶν λαφύρων αὐτῶν, πρὸ παντὸς ὀφείλει νὰ φαντασθῇ τὸ μέγεθος καὶ τὴν ποικιλίαν τῶν δόλων, τῶν καταπιέσεων, τῶν βασανισμῶν, τῶν ἐγκλημάτων, ἐπὶ σειρὰν αἰώνων, ἐναντίον τῶν Ἑλλήνων, τῶν μόνων παραγόντων τοῦ πλουτισμοῦ τῶν κυριάρχων αὐτῶν, ἀπὸ τοῦ ἀνωτάτου μέχρι τοῦ κατωτάτου.
Πολλὰ ἐκ τῶν λαφύρων ὡς ἦτο φυσικὸν τότε, διηρπάγησαν ὑπὸ τῶν πολεμιστῶν• τῆς τοιαύτης δὲ διαρπαγῆς παρέχει γραφικὴν εἰκόνα ὁ Φωτάκος σημειώνων τὰ ἑξῆς: «σὰν τὰ μερμήγκια ἔτρεχαν φορτωμένοι λάφυρα. Ὁ ἕνας πήγαινε καὶ ὁ ἄλλος ἐρχότανε. Ἐμοίραζαν μὲ τὸ φέσι τὰ φλουριά!»
Παρὰ τὰ ἔκτροπα ταῦτα, ἀπεστάλη εἰς Τριπολιτσὰν πλῆθος λαφύρων, φορτωθέντων εἰς 800 ἵππους, 1.200 ἡμιόνους καὶ 36 καμήλους.
Ὅταν τὰ λάφυρα συγκεντρωθέντα ὑψώθησαν εἰς σωροὺς πρὸς ἀνάλογον διανομήν, παρετηρήθη ὅτι ὁ ἕνας ἐκ τῶν ἀρχηγῶν ἔλειπεν.
Ἦτο ὁ Νικηταρᾶς.
Εἶχεν ἐξαφανισθῇ διὰ νὰ μὴ ἀναγκασθῇ νὰ λάβῃ τι ἐκ τῶν λαφύρων.Τέλος, κοινῇ βοῇ παρακληθείς, συγκατετέθη νὰ λαβῃ μίαν σέλαν, ἕνα σπαθὶ καὶ μίαν ξυλίνην ταμπακέραν μὲ γλυφάς.Καὶ τὴν μὲν σέλαν ἐδώρισε κατόπιν εἰς φίλον συμπολεμιστήν του, τὴν δὲ ξυλίνην ταμπακέραν ἀπέστειλεν εἰς τὴν σύζυγόν του, τὴν θυγατέρα τοῦ περίφημου ἀρχιαρματωλοῦ τοῦ Μωριᾶ, τοῦ Ζαχαριᾶ. Ἐδημοσιεύθη δὲ κάποτε ἡ πρὸς τὴν σύζυγόν του ταύτην ἐπιστολή του, εἰς τὴν ὁποίαν τῆς ἔγραφε: «Τὴν στέλνω σὲ σένα ποὺ ἀγαπῶ ὕστερα ἀπὸ τὴν Πατρίδα. Λάβε την γιὰ νὰ μὲ θυμᾶσαι». Περὶ δὲ τοῦ ξίφους τοῦ Νικηταρᾶ ἔχει γίνει μεγάλη συζήτησις, ἐκ τῆς ὁποίας ἐξάγεται, ὅτι μόνον τὸ ἔλασμα ἦτο πολύτιμον.Τὴν σπάθην ταύτην ὁ Νικηταρᾶς ἀπέστειλε χάριν τῶν ἀναγκῶν τοῦ στόλου εἰς τὴν Ὕδραν, ἀφοῦ χρήματα δὲν εἶχεν.Ἀλλ' οἱ πρόκριτοι τῆς Ὕδρας εἰς θαυμασίαν ἐπιστολὴν περισωθεῖσαν τοῦ ἔγραψαν, ὅτι τὸ σπαθὶ αὐτό, μόνον ὅταν τὸ κρατῇ τὸ χέρι τοῦ Νικηταρᾶ, ἔχει ἀξίαν. Ἂς μὴ τοῦ τὴν ἀφαίρεσῃ λοιπόν».
Εἰς τὸν χρόνον αὐτὸν ἀνάγεται καὶ ἡ παροιμιώδης δωρεὰ ὑπὸ τοῦ Νικηταρᾶ, ἑνὸς μικρόσωμου λευκοῦ ἵππου «χωρὶς οὐρά», πρὸς τὸν λαϊκὸν στιχουργὸν τοῦ Ἀγῶνος, τὸν περιβόητον Τσοπανᾶκον.Ἐπειδὴ τοιαύτας ἐμπνεύσεις φαίνεται ὅτι εἶχεν ὁ Νικηταρᾶς, δὲν δυσκολευόμεθα νὰ πιστεύσωμεν, ὅτι ἰδέα ἰδική του ἦτο, ὅπως, προκειμένου ν' ἀπόσταλῇ ἀναμνηστικόν τι δῶρον εἰς νῆσον τινά, προτιμηθῆ πρὸς τοῦτο μία καμῆλα.Καὶ συνεκεντρώθησαν οἱ μὴ ταξειδευμένοι νησιῶται αὐτοί, εἰς τὸ μουράγιο, διὰ ν' ἀποθαυμάσουν τὸ παράδοξον αὐτὸ ζῶον τὸ ὁποῖον ἠγνόουν.Καὶ προσεκλήθη τότε ὁ πρωτόγερος, ὁ ὁποῖος ἀπεφάνθη, ὅτι εἶναι: «λαγὸς χιλίων ἐτῶν» (χιλιοχρονήτικος).
Τῆς ἀφιλοκερδείας τοῦ Νικηταρᾶ καταφανῆ ἀλλὰ καὶ ἐκπληκτικὴν ἀπόδειξιν, ἂς μὴ ζητήση τις οὔτε εἰς τὰς παραδόσεις τῶν χρόνων τοῦ Ἀγῶνος, οὔτε εἰς σχετικὰς τοιαύτας ἀναγραφὰς ἱστορικῶν καὶ χρονογράφων.Περιεσώθη ἐν πρωτοτύπῳ ἐπιστολή του γραφεῖσα τρία ἔτη κατόπιν καὶ ἀποσταλεῖσα πρὸς τὴν Ἐπιτροπὴν Ζακύνθου, τὴν ὁποίαν ἐπιστολὴν εἴχομεν τὴν τύχην νὰ ἀνεύρωμεν.
Αὕτη περιέχει τὰ ἑξῆς:
«Τὰ κιάλε ποὺ μοῦ ἐστείλατε μὲ ὠφελεῖ μεγάλως διὰ τὸν Ἰμπραήμη. Μοῦ ἦτον ὅμως ἀναγκαιότατον καὶ ἕνα ὡρολόγι διὰ νὰ ρεγολάρωμε εἰς τοὺς πολέμους. Ὅθεν καὶ ὅπως ἀγαπᾶτε κάμετε. Σᾶς ἀσπάζομαι ἀδελφικῶς καὶ μένω.
Νικήτας Σταματελόπουλος»
Μετὰ τῆς ἐπιστολῆς ταύτης περιεσώθη καὶ ἡ ἀπόδειξις παραλαβῆς, δοθείσης ὑπὸ τοῦ πρὸς τοῦτο ἀποσταλέντος ἐπίτηδες ἀνθρώπου του.
«Ἔλαβον ἐγὼ ὁ ὑποκάτωθεν σημειούμενος ἕνα ὡρολόγιον ἀσημένιον περικλεισμένον εἰς ἕνα κουτὶ χάρτινον καὶ καλὰ βουλωμένον ἀπὸ τὰ δύο μέρη μὲ τσέρα-σπάνεα, ὡς θέλει βουλωθῆ καὶ τὸ παρὸν μὲ τὴν ἰδὶαν βοῦλα, καὶ ὑπόσχομαι νὰ τὸ παραδώσω αὐτὸ τὸ βουλωμένον κουτίον μὲ τὸ ὡρολόγιον, πρὸς τὸν Στρατηγὸν Νικήταν Σταματελόπουλον, μὲ τὸ καλὸν ἐκεῖ φθάσιμόν μου».
Ὁ Νικηταρᾶς ἀπέθανε δεινῶς πάσχων εἰς τὸν Πειραιᾶ κατὰ τὸ ἔτος 1849, ἀφήσας εἰς τὴν οἰκογένειάν του μέγα ὄνομα καὶ μεγάλην δυστυχίαν.
Ἐτάφη εἰς τὰς Ἀθήνας.Δὲν κατώρθωσα νὰ εὕρω τὸν τάφον του. Πιστεύω δὲ ὅτι οὔτε ἄλλος τις θὰ κατορθώση τοῦτο.
Ὁ μὴ ἀμέτοχος ὅμως τοῦ Ἕλληνικωτάτου γνωρίσματος: τοῦ σεβασμοῦ πρὸς τοὺς τάφους, ἂς παρηγορηθῇ διὰ τῆς σκέψεως, ὅτι διὰ τὸν Νικηταρᾶν πᾶσα ἡ Ἑλληνικὴ γῆ ἔχει ἀνοικτὰς τὰς ὰγκάλας.

 

Αν προβληματιστήκατε αρκετά, δείτε τώρα ένα δημοτικό μας τραγούδι που δίνει καίριες απαντήσεις στον προβληματισμό μας:


Του Κλέφτη το Κιβούρι

Ο ήλιος εβασίλευε κι' ο Δήμος παραγγέλνει: 
Σύρτε, παιδιά μου, 'ς το νερό, ψωμί να φάτ' απόψε,
και συ Λαμπράκη μ' ανιψιέ, έλα κάτσε κοντά μου,
να σου χαρίσω τ' άρματα, να γένης καπετάνος. 

Παιδιά μου μη μ' αφήνετε 'ς τον έρημο τον τόπο,
για πάρτε με και σύρτε με ψηλά 'ς την κρύα βρύση,
που ναι τα δέντρα τα δασιά, τα πυκναραδιασμένα.
Κόψτε κλαδιά και στρώστε μου και βάλτε με να κάτσω,
και φέρτε τον πνευματικό να με ξομολογήση,
για να του πω τα κρίματα, όσά χω καμωμένα
δώδεκα χρόνια άρματωλός, σαράντα χρόνια κλέφτης.

Και βγάλτε τα χαντζάρια σας, φκειάστε μ' ωριό κιβούρι
να ναι πλατύ για τάρματα, μακρύ για το κοντάρι.
Και 'ς τη δεξιά μου τη μεριά ν' αφήστε παραθύρι,
να μπαίνη ο ήλιος το πρωί και το δροσιό το βράδυ,
να μπανοβγαίνουν τα πουλιά, της άνοιξης ταηδόνια,
και να περνούν οι γέμορφαις, να με καλημεράνε.

 

 

    Η πρώτη και η τρίτη στροφή αναδεικνύουν καίρια στοιχεία της παθογένειας του διαχρονικού Ελληνισμού. Στην πρώτη στροφή ακούμε το θνήσκοντα καπετάνιο να φροντίζει για την παράδοση της αρχηγίας του κλέφτικου καπετανάτου στον ανιψιό του, αφού πρώτα στέλνει τα παλικάρια του, που αποκαλεί παιδιά του, να φάνε και να πιουν. Εδώ λοιπόν ψηλαφούνται δύο βασικά ελαττώματα της κοινωνίας μας: η οικογενειοκρατία (λατινογενώς λεγομένη και "νεποτισμός") και ο πατερναλισμός στην άσκηση της εξουσίας. Ο πρώτος όρος ερμηνεύεται με το λαϊκό απόφθεγμα "σόι πάει το βασίλειο", που σημαίνει ότι η διαχείριση της εξουσίας οποιασδήποτε μορφής μεταβιβάζεται από γενεά σε γενεά στα μέλη ενός περιορισμένου αριθμού οικογενειών. Ο δεύτερος υποδηλώνει μία γονεϊκού τύπου εξουσία των ιθυνόντων επί των κυβερνωμένων, που σα συνέπεια έχει τη μη αμφισβήτησή της, καθώς αξιώνει σεβασμό αντίστοιχο με αυτή των τέκνων προς τους γονείς τους. Και τα δύο αυτά φαινόμενα, φυσικά, δε συνάδουν προς τις αρχές μίας κοινωνίας εδραιωμένης στη λογική και τη δικαιοσύνη, αλλά απηχούν οργανωτικές δομές πρωτόγονης, φυλετικής και φεουδαρχικής, κοινωνίας .  

    Η τρίτη στροφή αποκαλύπτει την τραγική προσήλωση της Ρωμιοσύνης στο εγκόσμιο κάλλος. Η σαγηνευτική ομορφιά της ζωής στην προικισμένη φύση της χώρας μας οδηγεί τον Έλληνα διαχρονικά στην πεποίθηση ότι αυτή η σύντομη ζωή είναι αυταξία που πρέπει πάση θυσία να την απολαύσει, αδιαφορώντας ακόμη και για τις συστατικές της ανθρώπινης φύσης αξίες, όπως είναι η ελευθερία και η τιμή. Εδώ ακριβώς  είναι που διανοίγεται η διττή προοπτική του μεγαλείου ή του εκφυλισμού στη φυλή μας. Για να μεγαλουργήσουμε θα πρέπει να τεθεί διαζευκτικά το ερώτημα : ευημερία με ηθικές υποχωρήσεις ή πραγμάτωση της ανθρώπινης ουσίας με θυσία της ευημερίας, ακόμη και της ζωής της ίδιας; Έτσι, για τη βιοθεωρία μας είναι αδιανόητη η αυτοπραγμάτωση σε περιόδους ευημερίας, κατά τις οποίες η απόλυτη παράδοση στην τρυφή λειτουργεί έως μυελού των οστών διαβρωτικά. Ο κλέφτης του τραγουδιού, επειδή δεν ήταν ελεύθερος να χαίρεται την ομορφιά της ζωής, τη διακινδύνευσε και ανήλθε στο βάθρο της ανθρωπιάς και του ηρωισμού. Αντίθετα, αν διαβιούσε σε συνθήκες ομαλού εθνικού και πολιτικού βίου θα παραδινόταν στην ηδυπάθεια και ενδεχομένως, αν ήταν και πολύ άτυχος, θα κατηγορείτο για απιστία εις βάρος του δημοσίου...